Appendix:Greek abbreviations

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

See also these categories:

Notes

[edit]
  • Polytonic script is included in parenthesis if different. Found in greek dictionaries published prior 1982.
  • References
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Α

[edit]
Abbreviation Term English Note
α' συνθ. πρώτο συνθετικό 1st combining form
Α. ανατολικός, Ανατολή east
α. ανατολικός,-ή,-ό oriental, Anatolian
ά. άλλως, αλλιώς or, otherwise
ά., άρθρ. άρθρο article
Α.Α. Αλκοολικοί Ανώνυμοι Alcoholics Anonymous
α.α. αδικαιολόγητα απών AWOL
α.α. αντ' αυτού p.p., per procurationem
α.α. αριθμός αντιτύπου copy number
α.α. αύξων αριθμός serial number
Α.Β.Α.Β. Αποθήκη Βιομηχανικών Αερίων Βάσεως A military gas production unit Β.Ε.Β
Α.Γ. Αγία Γραφή Holy Bible
Α.Μ. Αυτού Μεγαλειότητα HM, His Majesty
Α.Φ.Μ. αριθμός φορολογικού μητρώου tax registration number
αβέβ. αβέβαιος,-η,-ο uncertain
αβεστ. αβεστική γλώσσα) Avestan language
άγ. άγιος,-α,-ο holy, saintly
Α.Γ. Αγία Γραφή Holy Bible
αγγλ. αγγλικός,-ή,-ό English
άγν., αγν. άγνωστος, αγνώστου unknown
αδύν. αδύνατος,-ή,-ό unstressed
αε. αρχαιοελληνικός Ancient Greece
αεροναυτ. αεροναυτική aeronautical
αεροπ. αεροπορία, αεροπορικός aviation
αθλ., ΑΘΛ., αθλητ. αθλητικός, αθλητισμός athletics, sport
αθροιστ. αθροιστικό cumulative
αι. αιώνας century
Αϊ, Άι, αϊ, άι άγιος saint
αιγυπτ. αιγυπτιακός,-ή,-ό Egyptian
αιολ. αιολικός,-ή,-ό wind, Aeolian
αιτ. αιτιατική accusative case
αιτιολ. αιτιολογικός,-ή,-ό aetiological, causative
ακκαδ. ακκαδική Akkadian language
άκλ. άκλιτος,-ή,-ό invariable, undeclinable
αλβ. αλβανικός,-ή,-ό Albanian
αλβαν. αλβανικός,-ή,-ό Albanian
αλληλ. αλληλοπαθής reciprocal
αλχ. αλχημεία alchemy
αμ., αμτβ., αμετβ. αμετάβατο (ρήμα) intransitive (verb)
αμάρτ. αμάρτυρος,-η,-ο unattested
αμερ. αμερικανικός,-ή,-ό American
αμορημ. απορηματικός,-ώς doubtful, dubitative
αμτβ., αμετβ., αμ. αμετάβατο (ρήμα) intransitive (verb)
αναβιβ. αναβιβασμός stress shift left
αναλογ. αναλογία, αναλογικά analogy
ανατ. ανατολικός,-ή,-ό Anatolian
ανατ., ΑΝΑΤ., ανατομ. ανατομία, ανατομικός anatomy
αναφ., αναφορ. αναφορά, αναφορικός,-ή,-ό reference, relative
ανδρων. ανδρωνυμικό, ανδρωνυμικός andronym
ανεπ., ανεπίσ. ανεπίσημος,-ή,-ό informal
ανθ. ανθοκομία, ανθοκομικός floriculture
ανθρωπ., ΑΝΘΡΩΠ., ανθρωπολ., ΑΝΘΡΩΠΟΛ. ανθρωπολογία, ανθρωπολογικός anthropology
ανομ. ανομοίωση dissimilation
ανπχος αντιπλοίαρχος commander naval
ΑΝΤ., αντ. αντώνυμο antonym
αντ. αντίθετος,-η,-ο opposite, backward
αντγος αντιστράτηγος lieutenant general
αντιδ., αντιδάν. αντιδάνειο reborrowing
αντιθ. αντιθετικός,-ή,-ό, αντιθέτως opposite, contrary
αντίθ. αντίθετος,-η,-ο opposite
αντικ. αντικειμενικός,-η,-ο objective grammar, linguistics
αντικ. αντικειμένος,-η,-ο object
αντίστ. αντίστοιχος,-η,-ο equivalent, respective
αντων. αντωνυμία pronoun
ανχης αντισυνταγματάρχης lieutenant colonel
ανχος αντιναύαρχος vice admiral
ανώμ. ανώμαλος,-η,-ο irregular
αόρ., αόριστ., αορ. αόριστος, αορίστου aorist, simple past,
indefinite, preterite
αοριστολ. αοριστολογικός ambiguous, indeterminate
απαρ., απρφ., απρμφ. απαρέμφατο infinitive
απαρχ. απαρχαιωμένος,-η,-ο archaic
απλολ. απλολογία haplological
απόδ. απόδοση apodosis
αποθ. αποθετικός,-ή,-ό deponent
αποθ. αποθετικό deponent
απόλ., απολ. απόλυτος,-ή,-ό, απολύτως cardinal, absolute number
απρμφ., απρφ. απαρέμφατο infinitive
απρόσ. απρόσωπος,-ή,-ό impersonal
απροσ. απροσώπως impersonal
απρφ., απρμφ. απαρέμφατο infinitive
απτχος αντιπτέραρχος air marshal
απχος αρχιπλοίαρχος commodore naval
αρ. αριθμός No., number
αραβ. αραβικός,-ή,-ό Arabic
αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός Arabic-Turkish
αραμ. αραμαϊκός, αραμαϊκή Aramaic
αργκ. αργκό argot, slang
άρθρ., ά. άρθρο article
αριθ., αριθμ., αριθμητ. αριθμός, αριθμητικό, αριθμητικός arithmatic, arithmetical
numeral, number
αρκτ. αρκτικό initial
αρκτικόλ. αρκτικόλεξο initialism
αρμ. αρμενικός,-ή,-ό Armenian
αρνητ. αρνητικός,-ή,-ό; αρνητικά negative, disapproving
αρομουν. αρομουνική, αρωμουνική Aromanian, Vlach
αρσ. αρσενικό, αρσενικός masculine
αρχ. αρχαίος,-α,-ο ancient Greek, history
αρχ.αγγλ. αρχαία αγγλική Old English 500-100 CE
αρχ.γερμ. αρχαία γερμανική Old High German 700-1200 CE
αρχαιολ., ΑΡΧΑΙΟΛ. αρχαιολογία, αρχαιολογικός archaeology
αρχαιοπρ. αρχαιοπρεπής,ής,ές archaic
αρχαϊστ. αρχαϊστικός archaistic
αρχιτ., ΑΡΧΙΤ. αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικός architecture
αρωμ. αρωμουνική, αρομουνική,
[[Κουτσοβλαχική
Aromanian, Vlach
αστ.κώδ. αστικός κώδικας civil code
αστειολ. αστειολογικός jocular
αστρολ., ΑΣΤΡΟΛ. αστρολογία, αστρολογικός astrology
αστρον., ΑΣΤΡΟΝ. αστρονομία, αστρονομικός astronomy
αστροναυτ. αστροναυτική astronautics
ασυναίρ. ασυναίρετος uncontracted
ασυνίζ. ασυνίζητος, -η, -ο no synizesis
αττ. αττικός,-ή,-ό Attic
αύξ. αύξηση augment
αυτ. αυτόθι ibid., ibidem
αυτοκιν. αυτοκίνητο automobile
αφηρ. αφηρημένος, -η, -ο abstract
αχώρ. αχώριστος, -η, -ο inseparable
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Β

[edit]
Abbreviation Term English Note
Β, βόρ. βόρειος north
β' συνθ. δεύτερο συνθετικό 2nd combining form
βαθ. βαθμός grade, rank, degree
Β.Ε.Β. Βιομηχανικά Εργοστάσια Βάσεως A military gas production unit Α.Β.Α.Β.
βεβαιωτ. βεβαιωτικός, βεβαιωτικό positive, affirmative
βενετ. βενετικά, βενετικός Venetian
βιολ. βιολογία biology
βιομηχ. βιομηχανία industry
βιοχημ. βιοχημεία biochemistry
βλ. βλέπε see
βλ.λ. βλέπε λέξη see word
βόρ., Β βόρειος north
βοτ., βοταν. βοτανική botany
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Γ

[edit]
Abbreviation Term English Note
γαλλ. γαλλικά French language
γαλλ. γαλλικός, ή, ό French, Gallic
γεν. γενική genitive grammar
γεν., γενικ. γενικά general, in general
γενικ., γενικότ. γενικότερα general, generally
γερμ. γερμανικός German, Germanic
γεωγρ. γεωγραφία geography
γεωλ. γεωλογία geology
γεωμ. γεωμετρία geometry
γεωργ. γεωργία agriculture
γλωσσ. γλωσσολογία linguistics
γλωσσ. γλώσσα language
γρ. γραπτός, -ή, -ό written
γρ. γραφή writting
γραμμ. γραμματικός, -ή, -ό grammar, grammatical
γυμν., γυμναστ. γυμναστική gymnastics
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Δ

[edit]
Abbreviation Term English Note
δ.γρ. διάφορος γραφή
δ.δίστ. δημοτικό δίστιχο
δεικτ. δεικτικός demonstrative
δ. δες see
δηλ. δηλαδή namely, i.e.
δημ. δημοτική
δημ.τραγ. δημοτικό τραγούδι
δημοτ.τ. δημοτικός τύπος
διαλεκτ. διαλεκτικός dialectal
διάφ. διάφορος
διαφ. διαφορετικός
διάφ.γρ. διάφορος γραφή
διεθν. διεθνής
διεθν.δικ. διεθνές δίκαιο
διοικ. διοίκηση administration
δοτ. δοτική
δυτ. δυτικός
δύσχρ. δύσχρηστος rare
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ε

[edit]
Abbreviation Term English Note
εβρ. εβραϊκός Hebrew
εθν. εθνικός national
εθνολ. εθνολογία ethnology
ειδ. ειδικός special, expert
ειδικ., ειδικότ. ειδικότερα especially
ειρων. ειρωνικά ironical
εκ. εκατομμύριο million
εκκλ. εκκλησία, εκκλησιαστικός church
έκφρ. έκφραση expression(s)
ελλ. ελλάδα, ελληνικός Greece, greek
ελλ. ελλιπής incomplete
ελλειπτ. ελλειπτικό defective
ελνστ. ελληνιστικός Hellenistic grammar
εμπόρ. εμπόριο commerce
εμπρόθ. εμπρόθετος prepositional
εν. ενικός singular
εναντιωμ. εναντιωματικός adversative
ενεργ. ενεργητικός active
ενεστ. ενεστώτας present tense
ενν. εννοείται it is understood
εξ., εξακολ. εξακολουθητικός continuous, imperfective verbal aspect
επέκτ. επέκταση spreading and see κατ' επέκτ
επίθ. επίθετο adjective, adjectival
επίθ. επίθημα suffix
επίρρ. επίρρημα adverb, adverbial
επίσ. επίσημο formal
επίσης επίσης also
επιμερ. επιμεριστικός distributive
επιρρ. επίρρημα adverb, adverbial
επίσ. επίσημο formal
επιστημ. επιστημονικός scientific
επιτατ. επιτατικό intensive
επιφ., επιφών. επιφώνημα exclamation
επιφ. επιφωνηματικός exclamatory
έρρ. ένρινος, έρρινος nasal
ερωτ., ερωτημ. ερωτηματικός interrogative
εσφ., εσφαλμ. εσφαλμένος mistaken
ευφημ. ευφημισμός euphemism
ευχετ. ευχετικός expressing wishes
ευχρ. ευχρηστος currently
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ζ

[edit]
Abbreviation Term English Note
ζωγρ. ζωγραφική painting
ζωολ. ζωολογία zoology
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Η

[edit]
Abbreviation Term English Note
ΗΒ Ηνωμένο Βασίλειο United Kingdom, UK
ηθ. ηθική ethics philosophy
ηλεκτρ. ηλεκτρολογία electrology
ηλεκτρον. ηλεκτρονική electronics
ημίφ. ημίφωνο semivowel phonetics
ΗΠΑ Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής United States of America, USA
Η/Υ ηλεκτρονικός υπολογιστής computer
ηχ. ηχηρός voiced phonetics
ηχηρ. ηχηρότητα resonance, sonority phonetics
ηχηροπ. ηχηροποίηση voicing phonetics
ηχομιμητ. ηχομιμητικός onomatopoeic linguistics
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Θ

[edit]
Abbreviation Term English Note
θ. θέμα stem linguistics. grammar.
θαμιστ. θαμιστικός [[]] linguistics. grammar. (of verbs)
θέατρ. θέατρο theatre
θεολ. θεολογία theology
θετ. θετικός positive grammar.
θηλ. θηλυκό feminine
θρησκ. θρησκεία religion
θρησκειολ. θρησκειολογία religious studies
θωπευτ. θωπευτικός [[]]
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ι

[edit]
Abbreviation Term English Note
ιαπων. ιαπωνικός Japanese
ιατρ. ιατρική medicine
ιβηρ. ιβηρικός Iberian
ίδ. ίδιος the same
ιδ. ιδίως, ιδιαιτέρως particularly
ιδιωμ. ιδιωματικός idiomatic
ΙΕ ινδοευρωπαϊκός, ινδοευρωπαϊκή γλώσσα Indoeuropean linguistics.
ιλλυρ. ιλλυρικός Illyrian
ινδ. ινδικός Indian, of India
ινδιάν. ινδιάνικος indian, native of America
ιραν. ιρανικός Iranian
ιρλ. ιρλανδικός Irish
ισλ. ισλανδικός Icelandic
ισπ. ισπανικός Spanish
ιστ. ιστορία, ιστορικός history, historical
ιταλ. ιταλικός Italian
ιχθυολ. ιχθυολογία ichthyology
ιων. ιωνικός Ionian
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Κ

[edit]
Abbreviation Term English Note
κ. και αλλού and elsewhere
Κ. κεντρικός central geography. As in "Κ. Αμερική" (Central America).
ΚΑ κεντροανατολικός central eastern geography.
κ.ά. και άλλα etc.
καθημ. καθημερινός everyday, workaday, commonplace
κακόσ. κακόσημος pejorative lexicography. Literally: with bad, negative sense. Antonym: εύσημος (meliorative)
καλ.τέχν. καλές τέχνες fine arts French: beaux-arts
καρ. καρικός, καρική (γλώσσα) Carian linguistics. Cf. Anatolian languages.
κατ' επέκτ. κατ' επέκταση, κατ' επέκτασιν consequently. Literally: by extension.
κατάλ. κατάληξη, καταληκτικός ending grammar.
κατατ. κατατεθέν (σήμα κατατεθέν) registered (registered trademark)
καταχρ. καταχρηστικός|catachrestic, of misapplication, spurious grammar. As in καταχρηστική δίφθογγος (spurious diphthong)
ΚΔ κεντροδυτικός central western geography.
Κ.Δ. Καινή Διαθήκη New Testament
κ.ε., κ.εξ. και εξής and onwards
κελτ. κελτικός Celtic
κεφ. κεφαλαίο capital, u/c grammar.
κινεζ. κινεζικός Chinese
κινημ. κινηματογράφος cinema
κλητ. κλητική (πτώση) vocative (case) grammar. Latin: (cāsus) vocātīvus.
κλιτ. κλιτικός inflectional grammar. As in κλιτικό παράδειγμα (paradigm)
κλπ., κ.λπ. και λοιπά etc, et cetera
κοινων., κοινωνιολ. κοινωνιολογία sociology
κ.ό. κύριο όνομα proper/principal name
κ.ο.κ. και ούτω καθεξής and so forth
κοπτ. κοπτικός Coptic
κοσμογρ. κοσμογραφία cosmography geography.
κπ. κάποιο(ν) so, s.o. someone
κπν. κάποιον so, s.o. someone accusative singular
κτ. κάτι sth, something
κτγ. κατηγορούμενο predicative grammar. Compare to κατηγόρημα (predicate).
κτητ. κτητικός possessive grammar. As in κτητικές αντωνυμίες (possessive pronouns)
κτλ, κ.τ.λ. και τα λοιπά etc, et cetera
κ.τ.ό. και τα όμοια (Latin:) idem
κυπρ. κυπριακός Cypriot
κυρ. κυρίως chiefly, mainly
κύρ. κύριος main grammar: κύρια πρόταση (main clause). Compare to δευτερεύουσα πρόταση (subordinate clause)
κυριολ. κυριολεκτικός literary
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Λ

[edit]
Abbreviation Term English Note
λ., λέξ. λέξη word
λ. λήμμα lemma
λαϊκ. λαϊκός common, vulgar, layman
λαϊκ. in plural: λαϊκά (τραγούδια) songs of the people music. Compare to δημοτικά: folksongs
λαϊκότ. λαϊκότερος more vulgar
λαϊκότρ. λαϊκότροπος in the fashion of common, vulgar grammar: in the fashion of vernacular.
λαογρ. λαογραφία folklore
λαπ. λαπωνικός Laplandic
λατ. λατινικός, λατινικά Latin, Latin (language)
λέξ., λ. λέξη word
λετ. λετονικός Latvian
λιθ. λιθουανικός Lithuanian
λογ. λογική logic
λογ., λογοτ. λογοτεχνία, λογοτεχνικός literature, literary
λόγ. λόγιος learned, intellectual, formal lexicography: a word used or constructed by learned speakers/writers. Antonym: λαϊκός.
λογιότ. λογιότερος more learned
λογιστ. λογιστική accountancy
λογοτ., λογ. λογοτεχνία, λογοτεχνικός literature, literary
λουβ. λουβικός, λουβική (γλώσσα) Luwian linguistics. Cf. Anatolian languages.
λυδ. λυδικός, λυδική (γλώσσα) Lydian linguistics. Cf. Anatolian languages.
λ.χ. λόγου χάρη, λόγου χάριν e.g., for example
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Μ

[edit]
Abbreviation Term English Note
μαγειρ. μαγειρική cookery, cooking
μαθημ. μαθηματικά mathematics
μαλαισ. μαλαισιακός Malaysian
μαλτέζ. μαλτέζικος Maltese
ΜΒ Μεγάλη Βρετανία Great Britain
μεγεθ. μεγεθυντικός magnifying
grammar: augmentative
grammar. Antonym: diminutive (υποκοριστικό).
μεε. μετοχή ενεργητικού ενεστώτα active present participle grammar.
μειωτ. μειωτικός derogatory lexicography. Also see pejorative, offensive.
μέλλ. μέλλοντας (χρόνος) future (tense) grammar.
μεξικαν. μεξικανικός Mexican
μέσ. μέσος, μέση (φωνή, διάθεση) middle (voice, voice/disposition) grammar.
μεσν., μσν. μεσαιωνικός medieval
μεσογ. μεσογειακός Mediterranean
μεσοπαθ. μεσοπαθητικός mediopassive grammar.
μεσοφ. μεσοφωνηεντικός who is between 2 vowels linguistics. phonetics.
μεσόφ. μεσόφωνος music: mezzo-soprano music.
μεταγεν. Cf. μτγν.
μετάθ. μετάθεση transfer, metathesis linguistics. phonetics.
μετακ. μετακίνηση repositioning linguistics.
μεταπλ. μεταπλασμός, μεταπλασμένος (not exactly metaplasm?) linguistics. phonetics.
μεταπτωτ. μεταπτωτικός relating to ablaut, gradational linguistics. phonetics.
μεταρ. μεταρηματικός word derived from an verb, deverbal linguistics.
μεταφρ. μεταφραστικός who relates to translation
μετβ., μεταβ. μεταβατικός transitional
grammar: transitive
grammar. Transitive verbs. Antonym: αμτβ., αμετβ.
μτφρδ. μεταφραστικό δάνειο calque, loan translation linguistics.
μετεπιθ. μετεπιθετικός word derived from an adjective linguistics.
μετεπιρρ. μετεπιρρηματικός word derived from an adverb linguistics.
μετεωρ. μετεωρολογία meteorology
μετον. μετονοματικός word derived from either an adjective or a noun lilnguistics.
μετουσ. μετουσιαστικός word derived from a  noun linguistics.
μετρ. μετρική metrics poetry. prosody.
μετων. μετωνυμικός metonymy grammar.
μηδενισμ. μηδενισμένος
linguistics: μηδενισμένη βαθμίδα
being set to zero
linguistics: zero-grade
linguistics.
μηχ. μηχανική mechanics physics.
μηχανολ. μηχανολογία engineering, study and construction of machines
μογγολ. μογγολικός Mongolian
μόρ. μόριο particle grammar. linguistics. chemistry.
μορφολ. μορφολογικός morphological linguistics. See morphology.
μουσ. μουσική music
μπε. μετοχή παθητικού ενεστώτα passive present participle grammar.
μππ. μετοχή παθητικού παρακειμένου passive perfect participle grammar.
μσν., μεσν. μεσαιωνικός medieval
μσνλατ. μεσαιωνικός λατινικός, μεσαιωνικά λατινικά (γλώσσα) Medieval Latin
μτγν., μεταγεν. μεταγενέστερος later, subsequent For Greek language it denotes Hellenistic Koine.
μτφ., μεταφ. μεταφορικός figurative, metaphorical grammar. literature. lexicography.
μτχ. μετοχή participle grammar.
μυθολ. μυθολογία, μυθολογικός mythology, mythological
μυκ. μυκηναϊκός Mycenaean
μ.Χ. μετά Χριστόν AD, after Christ Also see π.Χ. (BC).
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ν

[edit]
Abbreviation Term English Note
ΝΑ νοτιοανατολικός southeastern Cf. νότ.
ναυτ. ναυτικός marine, nautical
ΝΔ νοτιοδυτικός southwestern Cf. νότ.
νεοελλ. νεοελληνικός neo-Hellenic, modern Greek
νεολ. νεολογισμός neologism linguistics.
νεολατ., νλατ. νεολατινικός neo-Latin See New Latin.
νεότ. νεότερος newer, more recent Also old spelling: νεώτ. (νεώτερος). Compare to παλαιότ.
νεώτ. νεώτερος newer, more recent Ancient spelling of νεότ. (νεότερος). Found in old dictionaries.
νλατ., νεολατ. νεολατινικός neo-Latin See New Latin.
νομ. νομική, νομικός όρος law studies, legal term
νότ. νότιος southern Also see ΝΑ, ΝΔ.
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ξ

[edit]
Abbreviation Term English Note
ξέν. ξένος foreign
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ο

[edit]
Abbreviation Term English Note
οικ. οικείος familiar
οικοδ. οικοδομική constructional, for buildings
οικολ. οικολογία, οικολογικός ecology, ecological
οικον. οικονομία, οικονομικός economy, economical
ολλανδ. ολλανδικός Dutch, from Holland
όμ. όμοιος similar
ομηρ. ομηρικός Homeric literature.
ομόρρ. ομόρριζος of same root, cognate linguistics.
όν., ον. όνομα, ονόματος name, of a name grammar. As in κύριο όνομα (proper noun), όνομα ουσιαστικό (noun (name)), όνομα επίθετο (adjective (name)). Latin: nōmen, -inis.
ον., ονομ. ονομαστική (πτώση) nominative (case) grammar. Latin: (cāsus) nōminātīvus.
ονομ., ον. ονομαστική (πτώση) nominative (case) grammar. Latin: (cāsus) nōminātīvus.
ονοματοπ. ονοματοποιία, ονοματοποίηση, ονοματοποιημένος onomatopoeia, onomatopoeic linguistics. Also see ηχομιμητικός.
οπτ. οπτική optics
όρ. όρος term
ορθότ. ορθότερος more correct
ορθογρ. ορθογραφία spelling Compare to orthography.
οριστ. οριστική (έγκλιση) indicative (mood) grammar. Latin: (modus) indicātīvus
ορυκτ. ορυκτολογία mineralogy
οσετ. οσετικός Ossetian
οσκ. οσκική (διάλεκτος) Oscan (dialect)
ουαλ. ουαλικός Welsh
ουγγρ. ουγγρικός Hungarian
ουδ. ουδέτερο neuter grammar. Latin: neuter
ουκρ. ουκρανικός Ukrainian
ουμβρ. [ουμβρική (διάλεκτος) Umbrian (dialect)
ουσ. ουσιαστικό noun, substantive grammar. Latin: (nomen) substantīvum
ουσιαστικοπ. ουσιαστικοποίηση, ουσιαστικοποιημένος substantivization, substantivized grammar. linguistics.
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Π

[edit]
Abbreviation Term English Note
παθ. παθητικός passive grammar. As in passive voice: either passive forms, or passive diathesis, disposition.
παιδ. παιδικός of children
παλ. παλαιός old cf. παλαιότερος: older
παλαιοντ. παλαιοντολογία palaeontology
παλαιότ. παλαιότερος older, previous cf. παλ.
παρ. παροιμία proverb
παρ. έκφρ. παροιμιακή έκφραση proverbial expression
παρ. φρ. παροιμιακή φράση proverbial phrase
παράγ. παράγωγος derivative (adj.) grammar. linguistics. As in word formation.
παραλ. παραλήγουσα (συλλαβή) penult (syllable) grammar. prosody. Latin: penultima syllaba.
παράλ. παράλειψη omission
παράλλ. παράλληλος parallel In space, also in time: synchronic.
παρατ. παρατατικός (χρόνος) imperfect, past continuous (tense) grammar. Latin: imperfēctum (tempus.
παρεκτ. παρεκτεταμένος [[]] linguistics. Compare to εκτεταμένη βαθμίδα (German: Dehnstufe). See ablaut
παρετ. παρετυμολογία, παρετυμολογικός paretymology, false etymology linguistics.
παρωχ. παρωχημένος dated literally: of past times
πατριδων. πατριδωνυμικός patrionymic, from name of country linguistics. Different from patronymic (father's name). Compare to

ethnonym and demonym.

Π.Δ. Παλαιά Διαθήκη Old Testament
περιλ., περιληπτ. περιληπτικός summarising, in few words
περ. περίπου approx. approximately
περιληπτ., περιλ. περιληπτικός summarising, in few words
περιφρ. περιφραστικός periphrastic, in many words Compare to πολυλεκτικός (polylectic) and μονολεκτικός (monolectic)
περσ. περσικός Persian
πιθ. πιθανός, πιθανόν probable, probably
πίν. πίνακας table (diagramme)
πλεοναστ. πλεοναστικός, πλεοναστικά pleonasitc
πληθ. πληθυντικός plural grammar.
πληροφ. πληροφορική informatics, computer science
ποδ. ποδόσφαιρο football (european), soccer
ποιητ. ποιητικός poetic
πολ. πολιτική political, politics
πολ. πολωνικός Polish
πολ. μηχ. πολιτική μηχανική civil engineering
πολλαπλ. πολλαπλασιαστικός multiplicative
πορτογαλ. πορτογαλικός Portuguese
ποσ. ποσοτικός quantitive grammar. linguistics. prosody.
πράγμ., πργ. πράγμα, πράγματα thing
πρακριτ. πρακριτική (γλώσσα) Prakrit (language) linguistics.
πρβ. παράβαλε cf., compare Latin: confer.
πργ., πράγμ. πράγμα, πράγματα thing
πρκ. παρακείμενος present perfect (tense) grammar. verb.
προβηγκ. προβηγκιανός Provençal
προέλ. προέλευση origin
προελλην. προελληνικός prehellenic history. linguistics.
προηγ. προηγούμενος previous, preceding
πρόθ. πρόθεση preposition grammar. Latin: prepositio.
προθεμ. προθεματικός [[]] grammar. ? before the stem. prethematic is different.
προσ. προσωπικός personal grammar. As in personal pronouns, etc.
πρόσ. πρόσωπο person grammar. verb. Latin: persona.
προσηγορ. προσηγορικός [[]] grammar. common nouns )
προστ. προστακτική (έγκλιση) imperative (mood) grammar. verb. Latin: (modus) imperativus.
προφ. προφορικού λόγου oral, spoken literally: oral speech/word.
π.χ., πχ παραδείγματος χάριν e.g. Latin: exempli gratia, for the sake of an example
π.Χ. προ Χριστού, (πρό Χριστοῦ) BC, before Christ Also see μ.Χ. (AD).
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ρ

[edit]
Abbreviation Term English Note
ρ. ρήμα (ρῆμα) verb grammar. Latin: verbum.
ρ. ρίζα root grammar. linguistics.
ρηματ. ρηματικός verbal grammar.
ρητορ. ρητορικός rhetoric
ριν. ρινικός nasal linguistics. phonetics.
ρουμ. ρουμανικός Rumanian
ρωσ. ρωσικός Russian Dated spelling: ρωσσικός.
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Σ

[edit]
Abbreviation Term English Note
σ. (also σελ.) σελίδα page Also see σσ. (pages) in plural.
σανσκρ. σανσκριτικός Sanskrit linguistics.
σαξ. σαξονικός
music: σαξόφωνο
Saxon
music: saxophone
σερβ. σερβικός Serbian
σερβοκρ. σερβοκροατικός Serbo-Croatian
σημ. σημασία sense, meaning
σημασιολ. σημασιολογικός semantic linguistics.
σημδ. σημασιολογικό δάνειο semantic loan linguistics.
σημειωλ. σημειωλογία semiology, semiotics linguistics.
σημερ. σημερινός contemporary (literally: of today)
σημιτ. σημιτικός Semitic
σκωπτ. σκωπτικός scoptic, derisive Compare to χλευαστικός.
σκανδ. σκανδιναβικός Scandinavian
σκυθ. σκυθικός Scythian
σλαβ. σλαβικός Slavic
σλοβ. σλοβενικός Slovenian
σουηδ. σουηδικός Swedish
σουμερ. σουμεριακός Sumerian
σπάν. σπάνιος rare
σπανιότ. σπανιότερος, σπανιότερα more rare, more rarely
σσ. σελίδες pages Also see σ., σελ. (page) in singular.
στατ. στατιστικός
στατικός
statistical
static
στερ. στερητικός privative grammar: As in alpha privative, negative α. Latin:  alpha privativum
στιγμ. στιγμιαίος momentary
grammar: perfective
phonetics: plosive
grammar. As in perfective aspect, tenses.
phonetics. As in plosive consonants.
στρατ. στρατιωτικός military
συγγ. συγγενής a relative
linguistics: cognate
linguistics: cognate. cf. ομόρριζος (of same stem).
συγκ. συγκοπή linguistics: syncope
medicine: cardiac arrest
music: syncopation
linguistics. phonology. phonetics. music. medicine.
phonology. Compare συγκοπή (sygkopí) with syncope.
συγκρ. συγκριτικός (βαθμός) comparative (degree) grammar. Latin: gradus comparātīvus
σύγκρ. σύγκρινε, σύγκριση cf. compare, comparison
συμπερ. συμπερασματικός [[]] grammar.
σύμπλ. σύμπλεγμα cluster ?
συμπλεκτ. συμπλεκτικός [[]] grammar.
συμπροφ. συμπροφορά pronouncing together linguistics. phonology. phonetics. Also see συνεκφώνηση, συνεκφορά. Similar to the English term synecphonesis, different from synizesis.
σύμπτ. σύμπτωση coincidence, concurrence
σύμφ. συμφ. σύμφωνο, συμφωνικός consonant, related to consonants linguistics. phonetics. Also συμφων.
συμφυρ. συμφυρμός fusion
phonology: Compare to univerbation, contamination, blend
linguistics. phonology. phonetics.
συμφων. συμφωνικός phonetics: related to consonants
music: symphonic
phonetics. music. Also see συμφ.
συν. συνώνυμο synonym linguistics.
συναίρ. συναίρεση synaeresis linguistics. phonology. Compare synaeresis to contraction.
συναισθ. συναισθηματικός emotional
συνδ. συνδέομαι connect, associate
σύνδ. σύνδεσμος conjunction grammar.
συνδετ. συνδετικός [[]] grammar. As in συνδετικό ρήμα.
συνεκδ. συνεκδοχικά synecdochically
συνεκφ. συνεκφορά pronouncing together linguistics. phonology. phonetics. Also see συμπροφορά, συνεκφώνηση.
συνεσταλ. συνεσταλμένος [[]] grammar. linguistics. As in συνεσταλμένη βαθμίδα. German: Ablautstufen. Antonym: εκτεταμένη βαθμίδα.
συνήθ. συνήθης, συνήθως usually
συνηθέστ. συνηθέστερος, συνηθέστερα more usual, more usually
συνηρ. συνηρημένος contracted grammar. linguistics. phonology. In greek phonology, a word which has undergone συναίρεση (synaeresis). Antonym: ασυναίρετος.
συνθ. συνθετικό combining form, part of compound grammar. linguistics. See α' συνθετικό.
σύνθ. σύνθετος composite, compound, synthetic grammar. linguistics.
συνίζ. συνίζηση synizesis linguistics. phonology. Also see diphthong.
συνοπτ. συνοπτικός perfective grammar. As in perfective aspect.
σύνταξ. σύνταξη syntax grammar.
συντελ. συντελεσμένος [[]]?
grammar: perfect
grammar. As in perfect aspect, tenses.
σύντμ. σύντμηση shortening linguistics.
συντομογρ. συντομογραφία (βραχυγραφία) abbreviation
συχνότ. συχνότερος more frequent
σχ. σχήμα linguistics: pattern?
literally: shape
grammar.
σχημ. σχηματισμός formation Also see σχ. σχήμα
σχολ. ορθ. σχολική ορθογραφία the established spelling, orthography linguistics. lexicography.
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Τ

[edit]
Abbreviation Term English Note
τ. τύπος form grammar: morphological variation (inflectional, or other), of a certain form.
τακτ. τακτικός regular, ordinal grammar: As in τακτικό αριθμητικό (ordinal number).
τελ. τελικός [[]] grammar: As in τελικός σύνδεσμος (... conjunction).
τεχν. τεχνικός technical
τεχνολ. τεχνολογία technology
τηλεόρ. τηλεόραση tv, television
τ.μ. τετραγωνικό μέτρο , square metre unit of measure
τον. τονισμός accentuation grammar.
τοπ. τοπικός local, regional linguistics: As in τοπική διάλεκτος (regional dialect)
τοπογρ. τοπογραφία topography
τοπων. τοπωνύμιο placename, toponym
τοσκ. τοσανικός Tuscan
τουρκ. τουρκικός Turkish
τοχ. τοχαρικός Tocharian
τραγ. τραγούδι song
τραγ. τραγωδία tragedy
τροπ. τροπικός [[]] grammar. As in τροπική μετοχή. ?
τροποπ. τροποποίηση modification
τριτοπρόσ. τριτοπρόσωπος of 3rd person grammar. As in 3rd person in conjugation.
τσεχ. τσεχικός Czech
τσιγγ. τσιγγάνικος, τσιγγάνικα Gypsy, Romani language linguistics. Greek synonym: Ρομά
τυπ., τυπογρ. τυπογραφία printing, typography Note: not to be confused with τ. τύπος (form).
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Υ

[edit]
Abbreviation Term English Note
υβριστ. (ὑβριστ.) υβριστικός (ὑβριστικός) offensive, insulting
ΥΓ. υστερόγραφο (ὑστερόγραφο) PS, post scriptum
υπ. (ὑπ.) υποκείμενο subject, agent grammar, syntax
υπερ. (ὑπερ.) υπερωικός (ὑπερωικός) velar linguistics. phonetics.
υπερθ. (ὑπερθ.) υπερθετικός (βαθμός) superlative (degree) grammar. Latin: gradus superlātīvus
υπερσ. (ὑπερσ.) υπερσυντέλικος pluperfect, past perfect (tense) grammar. Latin: plusquamperfectum (tempus).
υποθ. (ὑποθ.) υποθετικός hypothetical, (grammar)conditional grammar. linguistics.
υπόθ. (ὑπόθ.) υπόθεση hypothesis, supposition
υποκορ. (ὑποκορ.) υποκοριστικός diminutive grammar. Note: hypocoristic is χαϊδευτικός
υπόλ. (ὑπόλ.) υπόλοιπο remainder, residue
υποτ. (ὑποτ.) υποτακτική (έγκλιση) subjunctive (mood) grammar. Latin: (modus) subjunctīvus
υποχωρ. (ὑποχωρ.) υποχωρητικός, υποχωρητικώς (ὑποχωρητικῶς) [[]] ?
υστλατ. (ὑστλατ.) υστερολατινικός [[]] ? Late Latin?
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Φ

[edit]
Abbreviation Term English Note
φαρμ. φαρμακολογία pharmacology
φιλολ. φιλολογία, φιλολογικός philology, philological
φιλοσ. φιλοσοφία, φιλοσοφικός philosophy, philosophical
φιλοτ. φιλοτελισμός philately
φινλ. φινλανδικός Finnish
φοινικ. φοινικικός Phoenician
φρανκ. φρανκονική (γλώσσα) Franconian (language)
φρ. φράση phrase grammar
φριζ. φριζική (γλώσσα) Frisian (language)
φυσ. φυσική physics
φυσιολ. φυσιολογία physiology
φων. φωνήεν vowel grammar. linguistics. Latin: vōcālis
φων. φωνή voice grammar. Latin: vox or forma. See voice: either forms, or diathesis, disposition.
φωνηεντ. φωνηεντικός related to a vowel
φωνητ. φωνητική phonetics linguistics.
φωνολ. φωνολογία phonology linguistics.
φωτο φωτογραφία photograph
φωτογρ. φωτογραφία, η τέχνη της φωτογραφίας photography
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Χ

[edit]
Abbreviation Term English Note
χαϊδευτ. χαϊδευτικά, χαϊδευτικός hypocoristically, hypocoristic grammar. Compare to υποκοριστικός (diminutive).
χασμ. χασμωδία hiatus linguistics. phonetics. poetry.
χ.ε. χωρίς εκδότη n.p., no publisher bibliographical abbreviation
χειλ. χειλικός labial linguistics. phonetics.
χεττ. χεττιτικός, χεττιτική γλώσσα Hittite, Hittite language
χ.η. χωρίς ημερομηνία n.d., no date (specific) bibliographical abbreviation
χημ. χημεία, χημικός chemistry, chemical
χγ. χειρόγραφο ms, manuscript
χγφ. χειρόγραφο ms, manuscript
χλευ. χλευαστικός derisive compare to σκωπτικός
χλμ. χιλιόμετρο km, kilometre unit of measure
χρ. χρήση usage, the use
χρον. χρονικός temporal, chronological
χ.χ. χωρίς χρονολογία n.d., no date (year) bibliographical abbreviation
χωρ. χωρίς without
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ψ

[edit]
Abbreviation Term English Note
ψυχ. ψυχολογία psychology
ψυχαν. ψυχανάλυση psychoanalysis
ψυχιατρ. ψυχιατρική psychiatry
Contents (Greek): Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Ω

[edit]
Abbreviation Term English Note
ωκεαν. ωκεανογραφία oceanography

References

[edit]

Abbreviations in Greek dictionaries: