ثَقِفُوا • (ṯaqifū) (form I)
ثَقُفُوا • (ṯaqufū) (form I)
ثُقِفُوا • (ṯuqifū) (form I)
ثَقَّفُوا • (ṯaqqafū) (form II)
ثُقِّفُوا • (ṯuqqifū) (form II)