ακορνιζάριστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ακορνιζάριστος • (akornizáristos) m (feminine ακορνιζάριστη, neuter ακορνιζάριστο)
- unframed, without a frame
- uncorniced, without a cornice
Declension[edit]
Declension of ακορνιζάριστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακορνιζάριστος • | ακορνιζάριστη • | ακορνιζάριστο • | ακορνιζάριστοι • | ακορνιζάριστες • | ακορνιζάριστα • |
genitive | ακορνιζάριστου • | ακορνιζάριστης • | ακορνιζάριστου • | ακορνιζάριστων • | ακορνιζάριστων • | ακορνιζάριστων • |
accusative | ακορνιζάριστο • | ακορνιζάριστη • | ακορνιζάριστο • | ακορνιζάριστους • | ακορνιζάριστες • | ακορνιζάριστα • |
vocative | ακορνιζάριστε • | ακορνιζάριστη • | ακορνιζάριστο • | ακορνιζάριστοι • | ακορνιζάριστες • | ακορνιζάριστα • |
Synonyms[edit]
- ακορνίζωτος (akornízotos)