αμάτιαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αμάτιαστος • (amátiastos) m (feminine αμάτιαστη, neuter αμάτιαστο)
- (folklore) unaffected by the evil eye
- one who has not been cursed by the evil eye
Declension[edit]
Declension of αμάτιαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμάτιαστος • | αμάτιαστη • | αμάτιαστο • | αμάτιαστοι • | αμάτιαστες • | αμάτιαστα • |
genitive | αμάτιαστου • | αμάτιαστης • | αμάτιαστου • | αμάτιαστων • | αμάτιαστων • | αμάτιαστων • |
accusative | αμάτιαστο • | αμάτιαστη • | αμάτιαστο • | αμάτιαστους • | αμάτιαστες • | αμάτιαστα • |
vocative | αμάτιαστε • | αμάτιαστη • | αμάτιαστο • | αμάτιαστοι • | αμάτιαστες • | αμάτιαστα • |
Synonyms[edit]
- αβάσκαντος (aváskantos)
Related terms[edit]
- see: μάτιασμα n (mátiasma, “the evil eye”)