αξιαζούμενος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Alternative forms[edit]
- αξιαζόμενος (axiazómenos) (rarer)
Adjective[edit]
αξιαζούμενος • (axiazoúmenos) m (feminine αξιαζούμενη, neuter αξιαζούμενο)
Declension[edit]
Declension of αξιαζούμενος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιαζούμενος • | αξιαζούμενη • | αξιαζούμενο • | αξιαζούμενοι • | αξιαζούμενες • | αξιαζούμενα • |
genitive | αξιαζούμενου • | αξιαζούμενης • | αξιαζούμενου • | αξιαζούμενων • | αξιαζούμενων • | αξιαζούμενων • |
accusative | αξιαζούμενο • | αξιαζούμενη • | αξιαζούμενο • | αξιαζούμενους • | αξιαζούμενες • | αξιαζούμενα • |
vocative | αξιαζούμενε • | αξιαζούμενη • | αξιαζούμενο • | αξιαζούμενοι • | αξιαζούμενες • | αξιαζούμενα • |