απαραβίαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
απαραβίαστος • (aparavíastos) m (feminine απαραβίαστη, neuter απαραβίαστο)
- inviolate
- Synonym: απαράβατος (aparávatos)
Declension[edit]
Declension of απαραβίαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαραβίαστος • | απαραβίαστη • | απαραβίαστο • | απαραβίαστοι • | απαραβίαστες • | απαραβίαστα • |
genitive | απαραβίαστου • | απαραβίαστης • | απαραβίαστου • | απαραβίαστων • | απαραβίαστων • | απαραβίαστων • |
accusative | απαραβίαστο • | απαραβίαστη • | απαραβίαστο • | απαραβίαστους • | απαραβίαστες • | απαραβίαστα • |
vocative | απαραβίαστε • | απαραβίαστη • | απαραβίαστο • | απαραβίαστοι • | απαραβίαστες • | απαραβίαστα • |