απρομελέτητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
απρομελέτητος • (apromelétitos) m (feminine απρομελέτητη, neuter απρομελέτητο)
- unintentional, unpremeditated
- Synonym: απροσχεδίαστος (aproschedíastos)
Declension[edit]
Declension of απρομελέτητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απρομελέτητος • | απρομελέτητη • | απρομελέτητο • | απρομελέτητοι • | απρομελέτητες • | απρομελέτητα • |
genitive | απρομελέτητου • | απρομελέτητης • | απρομελέτητου • | απρομελέτητων • | απρομελέτητων • | απρομελέτητων • |
accusative | απρομελέτητο • | απρομελέτητη • | απρομελέτητο • | απρομελέτητους • | απρομελέτητες • | απρομελέτητα • |
vocative | απρομελέτητε • | απρομελέτητη • | απρομελέτητο • | απρομελέτητοι • | απρομελέτητες • | απρομελέτητα • |
Related terms[edit]
- see: μελετάω (meletáo, “to study, to deliberate”)
Further reading[edit]
- απρομελέτητος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.