αρτηριοσκληρωτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αρτηριοσκληρωτικός • (artiriosklirotikós) m (feminine αρτηριοσκληρωτική, neuter αρτηριοσκληρωτικό)
Declension[edit]
Declension of αρτηριοσκληρωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρτηριοσκληρωτικός • | αρτηριοσκληρωτική • | αρτηριοσκληρωτικό • | αρτηριοσκληρωτικοί • | αρτηριοσκληρωτικές • | αρτηριοσκληρωτικά • |
genitive | αρτηριοσκληρωτικού • | αρτηριοσκληρωτικής • | αρτηριοσκληρωτικού • | αρτηριοσκληρωτικών • | αρτηριοσκληρωτικών • | αρτηριοσκληρωτικών • |
accusative | αρτηριοσκληρωτικό • | αρτηριοσκληρωτική • | αρτηριοσκληρωτικό • | αρτηριοσκληρωτικούς • | αρτηριοσκληρωτικές • | αρτηριοσκληρωτικά • |
vocative | αρτηριοσκληρωτικέ • | αρτηριοσκληρωτική • | αρτηριοσκληρωτικό • | αρτηριοσκληρωτικοί • | αρτηριοσκληρωτικές • | αρτηριοσκληρωτικά • |
Related terms[edit]
- see: αρτηρία n (artiría, “artery”)
Further reading[edit]
- αρτηριοσκλήρυνση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- “αρτηριοσκληρωτικός”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998