αστέριωτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αστέριωτος • (astériotos) m (feminine αστέριωτη, neuter αστέριωτο)
- unfixed
- Antonym: στεριωμένος (sterioménos)
Declension[edit]
Declension of αστέριωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστέριωτος • | αστέριωτη • | αστέριωτο • | αστέριωτοι • | αστέριωτες • | αστέριωτα • |
genitive | αστέριωτου • | αστέριωτης • | αστέριωτου • | αστέριωτων • | αστέριωτων • | αστέριωτων • |
accusative | αστέριωτο • | αστέριωτη • | αστέριωτο • | αστέριωτους • | αστέριωτες • | αστέριωτα • |
vocative | αστέριωτε • | αστέριωτη • | αστέριωτο • | αστέριωτοι • | αστέριωτες • | αστέριωτα • |
Related terms[edit]
- see: αστέρας m (astéras, “star”)
Further reading[edit]
- “αστέριωτος”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998