διαγνωστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
διαγνωστικός • (diagnostikós) m (feminine διαγνωστική, neuter διαγνωστικό)
Declension[edit]
Declension of διαγνωστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαγνωστικός • | διαγνωστική • | διαγνωστικό • | διαγνωστικοί • | διαγνωστικές • | διαγνωστικά • |
genitive | διαγνωστικού • | διαγνωστικής • | διαγνωστικού • | διαγνωστικών • | διαγνωστικών • | διαγνωστικών • |
accusative | διαγνωστικό • | διαγνωστική • | διαγνωστικό • | διαγνωστικούς • | διαγνωστικές • | διαγνωστικά • |
vocative | διαγνωστικέ • | διαγνωστική • | διαγνωστικό • | διαγνωστικοί • | διαγνωστικές • | διαγνωστικά • |
Related terms[edit]
- διάγνωση f (diágnosi, “diagnosis”)