στοιχειοθέτρια
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
στοιχειοθέτρια • (stoicheiothétria) f (plural στοιχειοθέτρια, masculine στοιχειοθέτης)
Declension[edit]
declension of στοιχειοθέτρια
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | στοιχειοθέτρια • | στοιχειοθέτριες • |
genitive | στοιχειοθέτριας • | στοιχειοθετριών • |
accusative | στοιχειοθέτρια • | στοιχειοθέτριες • |
vocative | στοιχειοθέτρια • | στοιχειοθέτριες • |