συγκατοίκηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Pronunciation[edit]
Noun[edit]
συγκατοίκηση • (sygkatoíkisi) f (plural συγκατοικήσεις)
Declension[edit]
Declension of συγκατοίκηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | συγκατοίκηση • | συγκατοικήσεις • | |
genitive | συγκατοίκησης • | συγκατοικήσεων • | |
accusative | συγκατοίκηση • | συγκατοικήσεις • | |
vocative | συγκατοίκηση • | συγκατοικήσεις • | |
Older or formal genitive singular: συγκατοικήσεως • |