τεχνητή γονιμοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Noun[edit]
τεχνητή γονιμοποίηση • (technití gonimopoíisi) f (plural τεχνητές γονιμοποίησες)
τεχνητή γονιμοποίηση • (technití gonimopoíisi) f (plural τεχνητές γονιμοποίησες)