Category:Greek terms derived from English
Jump to navigation
Jump to search
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek terms that originate from English.
Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Subcategories
This category has the following 2 subcategories, out of 2 total.
A
Pages in category "Greek terms derived from English"
The following 200 pages are in this category, out of 535 total.
(previous page) (next page)Α
- Αβάνα
- άβυσσος
- αγιατολάχ
- αγκινάρα της Ιερουσαλήμ
- αγνωστικισμός
- αγνωστικιστής
- αγνωστικίστρια
- αδαμάντινος
- αεριόφως
- αεροβικός
- αερόμπικ
- αεροπλανοφόρο
- αεροσυνοδός
- αεροφωτογραφία
- Αϊντάχο
- Αϊόβα
- αιρκοντίσιον
- αιωροπτεριστής
- Αλαμπάμα
- Αλάσκα
- αλεξίσφαιρος
- αμοιβάδα
- αμφιφυλόφιλος
- αναγνωσιμότητα
- αναδανεισμός
- αναλύω
- αναπτήρας
- Ανγκουίλα
- ανδροκρατία
- ανεπάρκεια
- ανεπαρκής
- ανεπαρκώς
- ανθέμιο
- άνθρακας
- άνορακ
- ανορθόδοξος
- αντεργκράουντ
- Αντίγκουα
- αντιπαχυντικός
- αξιοκρατία
- άουτ
- αουτσάιντερ
- απαρτχάιντ
- απεργοσπάστης
- αποικιοκρατία
- Αριζόνα
- Άρκανσας
- αστέρας
- άστρο
- αστροναύτης
- ατμόπλοιο
- Αυστραλασία
- Αυστραλία
- αυτοάμυνα
- αυτοκινούμενος
- αυτοπεποίθηση
Β
Γ
Δ
Ε
Ι
Κ
- Κάθριν
- κακατούα
- Καλιφόρνια
- καλύπτω
- καμικάζι
- Καμπέρα
- κανιβαλισμός
- Κάνσας
- καουμπόι
- καπνίζω
- Κάρεν
- κάρο
- καρπέτα
- Κάρτερ
- κατεστημένος
- κατεψυγμένος
- καφετέρια
- κβάζαρ
- κβαντικός
- κβάντο
- Κέβιν
- κέικ
- κέικς
- Κέιτ
- Κέλβιν
- Κένεντι
- Κεντάκι
- κιλο-
- κιλοβατώρα
- κίνα
- κλαμπ
- κλόουν
- κόκκινο πανί
- κοκτέιλ
- κολέγιο
- Κολοράντο
- κομάντο
- Κονέκτικατ
- Κόνλεϋ
- κοντέινερ
- κορνφλάουρ
- κορνφλέικς
- κουάρκ
- κουκαμπούρα
- κουλάρω
- κουλροφοβία
- κούριερ
- κρεατοσφαιρίδια
- κρίπερ
- Κρίστιαν