Appendix:Greek verbs/Ε1

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
  • Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables contain errors which, together with omissions, may be reported here.
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — at "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation form the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω
Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
εγγίζω  (el ), αγγίζω
(εγγλεζοφέρνω (el ) behave as an English person
εγγράφω  (el ) enrol, register ενέγραψα εγγράφομαι εγγράφηκα, εγγράφτηκα, ενεγράφην§ εγγεγραμμένος, §
εγγυοδοτώ  (el ) guarantee, assure εγγυοδότησα
guarantee εγγυώμαι  (el ), εγγυούμαι εγγυήθηκα εγγυημένος
εγείρω  (el ) raise, erect, rouse ήγειρα εγείρομαι εγέρθηκα, ηγέρθην§ εγερμένος
εγκαθιδρύω  (el ) establish εγκαθίδρυσα εγκαθιδρύομαι εγκαθιδρύθηκα εγκαθιδρυμένος
εγκαθιστώ  (el ), εγκατασταίνω install, settle εγκατέστησα εγκαθίσταμαι εγκαταστάθηκα εγκατεστημένος, εγκαταστημένος
εγκαινιάζω  (el ) inaugurate εγκαινίασα εγκαινιάζομαι εγκαινιάστηκα εγκαινιασμένος
εγκαλλωπίζω  (el ), καλλωπίζω smarten, embellish εγκαλλώπισα
εγκαλώ  (el ) sue, take to court ενεκάλεσα, εγκάλεσα εγκαλούμαι εγκλήθηκα
εγκαρδιώνω  (el ) inspire, encourage εγκαρδίωσα εγκαρδιώνομαι εγκαρδιώθηκα εγκαρδιωμένος
εγκαρτερώ  (el ) endure ?†
εγκαταβιώνω  (el ), εγκαταβιώ enclose (in monastery) εγκαταβίωσα
εγκαταλείπω  (el ) abandon, desert εγκατέλειψα εγκαταλείπομαι εγκαταλείφθηκα, εγκαταλείφτηκα εγκαταλελειμμένος, εγκαταλειμμένος
εγκατασπείρω  (el ) scatter εγκατέσπειρα εγκατασπείρομαι εγκατασπάρθηκα εγκατεσπαρμένος
εγκατασταίνω  (el ), εγκαθιστώ
έγκειται  (el )þ rests with
εγκεντρίζω  (el ) graft (horticulture) εγκέντρισα εγκεντρίζομαι εγκεντρίστηκα, εγκεντρίσθηκα§ εγκεντρισμένος
εγκιβωτίζω  (el ) enclose εγκιβώτισα εγκιβωτίζομαι εγκιβωτίστηκα εγκιβωτισμένος
εγκλείω  (el ) shut inside, confine ενέκλεισα εγκλείομαι εγκλείστηκα εγκεκλεισμένος§,
εγκληματώ  (el ) offend, break the law εγκλημάτησα
εγκλιματίζω  (el ) acclimatise εγκλιμάτισα εγκλιματίζομαι εγκλιματίστηκα εγκλιματισμένος
εγκλίνω  (el ) move stress (enclisis) εγκλίνομαι
εγκλωβίζω  (el ) trap, cage εγκλώβισα εγκλωβίζομαι εγκλωβίστηκα εγκλωβισμένος
εγκολλώ  (el ) stick together εγκόλλησα
embrace, espouse εγκολπώνομαι  (el ) εγκολπώθηκα εγκολπωμένος
εγκρίνω  (el ) agree to, approve of ενέκρινα εγκρίνομαι εγκρίθηκα, ενεκρίθην§ εγκεκριμένος
εγκυμονώ  (el ) to be pregnant
εγκύπτω  (el ) examine, study ενέκυψα
εγκυστώ  (el )§ envelope, bag
εγκωμιάζω  (el ) praise, commend εγκωμίασα εγκωμιάζομαι εγκωμιάστηκα εγκωμιασμένος
εγροικώ  (el ), γρικώ, αγρικώ hear, understand εγροίκησα
εγχαράσσω  (el ) engrave, etch εγχάραξα εγχαράσσομαι εγχαράχτηκα, εγχαράχθηκα εγχαραγμένος
εγχειρίζω  (el ), εγχειρώ operate on (medical), hand in ενεχείρισα, εγχείρισα εγχειρίζομαι εγχειρίστηκα εγχειρισμένος
εγχέω  (el )§, εγχύω, εγχύνω pour into, infuse έγχυσα, ενέχυσα εγχέομαι, εγχύνομαι εγχύθηκα εγκεχυμένος§
εδράζω  (el ) position, place εδέησα, (δέησα) εδράζομαι εδράστηκα εδρασμένος
εδραιώνω  (el ) strengthen εδραίωσα εδραιώνομαι εδραιώθηκα εδραιωμένος
εδρεύω  (el ) reside
εθελοδουλεύω  (el ) volunteer (slave?)
εθελοτυφλώ  (el ) to be deluded
εθίζω  (el ) habituate, accustom έθισα εθίζομαι εθίστηκα εθισμένος
εθνικοποιώ  (el ) nationalise εθνικοποίησα εθνικοποιούμαι εθνικοποιήθηκα εθνικοποιημένος
ειδικεύω  (el ) specialise, specify ειδίκευσα ειδικεύομαι ειδικεύτηκα, ειδικεύθηκα ειδικευμένος
ειδοποιώ  (el ) notify, inform ειδοποίησα ειδοποιούμαι ειδοποιήθηκα ειδοποιημένος
ειδωλοποιώ  (el ) idolise ειδωλοποίησα ειδωλοποιούμαι ειδωλοποιήθηκα ειδωλοποιημένος
είθισται  (el ) it is usual
εικάζω  (el ) conjecture, guess είκασα
εικονίζω  (el ), απεικονίζω portray, represent εικόνισα εικονίζομαι εικονίστηκα εικονισμένος
εικονογραφώ  (el ) illustrate, portray εικονογράφησα εικονογραφούμαι εικονογραφήθηκα εικονογραφημένος
εικονοποιώ  (el ) illustrate εικονοποίησα
εικοτολογώ  (el ) speculate † (εικοτολόγησα)
ειλωτεύω  (el ) drudge
είμαι  (el ) to be ήμουν
ειρηνέυω  (el ) pacify, calm down, make peace ειρήνευσα, ειρήνεψα§ ειρηνευμένος
mock, be sarcastic ειρωνεύομαι  (el ) ειρωνεύθηκα, ειρωνεύτηκα§ ειρωνεμένος
εισαγγελεύω  (el ) prosecute εισαγγέλευσα
εισάγω  (el ) introduce, import εισήγαγα εισάγομαι εισάχθηκα, εισήχθην εισηγμένος§
εισακούω  (el ) hearken, lend an ear εισάκουσα εισακούομαι εισακούστηκα, εισακούσθηκα
εισβάλλω  (el ) invade εισέβαλα
εισδύω  (el ) penetrate, steal in εισέδυσα
enter εισέρχομαι  (el ), μπαίνω εισήλθα
εισέχω  (el )§ make an alcove
propose, suggest εισηγούμαι  (el ) εισηγήθηκα
εισκομίζω  (el )§ bring in εισκόμισα
εισοδιάζω  (el ), σοδιάζω, εσοδιάζω garner, bring in
εισορμώ  (el ) invade, gatecrash εισόρμησα
εισπιέζω  (el )§ εισπίεσα
εισπλέω  (el ) enter, port εισέπλευσα
εισπνέω  (el ) breathe, in εισέπνευσα εισπνέομαι εισπνεύστηκα, εισπνεύσθηκα
εισπράττω  (el ) collect, receive εισέπραξα εισπράττομαι εισπράχθηκα, εισπράχτηκα εισπραγμένος
εισρέω  (el ) flow, in εισέρρευσα, εισέρρεα
εισροφώ  (el )
εισφέρω  (el ) contribute εισέφερα εισφέρθηκα
εισχωρώ  (el ) penetrate εισχώρησα, εισεχώρησα
εκατοστίζω  (el ), κατοστίζω reach a hundred years εκατόστισα
εκβαθύνω  (el ) deepen εκβάθυνα εκβαθύνομαι εκβαθύνθηκα
εκβαίνω  (el )
εκβάλλω  (el ) discharge εξέβαλα εκβάλλομαι εκβλήθηκα εκβεβλημένος
εκβαρβαρώνω  (el ), εκβαρβαρίζω barbarise εκβαρβάρωσα εκβαρβαρώνομαι εκβαρβαρώθηκα εκβαρβαρωμένος
εκβιάζω  (el ) blackmail εκβίασα, εξεβίασα§ εκβιάζομαι εκβιάστηκα, εκβιάσθηκα§ εκβιασμένος
εκβιομηχανίζω  (el ) industrialise εκβιομηχάνισα εκβιομηχανίζομαι εκβιομηχανίστηκα εκβιομηχανισμένος
εκβλαστάνω  (el ), εκβλασταίνω, βλαστάνω sprout, germinate εκβλάστησα
εκβράζω  (el ), ξεβράζω washed up on beach εξέβρασα εκβράζομαι εκβράστηκα εκβρασμένος
εκβραχίζω  (el ) remove rock, clear ground εκβράχισα εκβραχίζομαι
(εκγηπεδώνω (el ) make a stadium etc
εκγυμνάζω  (el ) train, exercise εκγύμνασα εκγυμνάζομαι εκγυμνάστηκα εκγυμνασμένος
εκδασώνω  (el ), αποδασώνω deforest εκδάσωσα
εκδέρω  (el ) skin, graze, flay εξέδειρα εκδεδαρμένος
εκδηλώνω  (el ) show εκδήλωσα, εξεδήλωσα§ εκδηλώνομαι εκδηλώθηκα εκδηλωμένος
εκδημοκρατίζω  (el ) democratise εκδημοκράτισα εκδημοκρατίζομαι εκδημοκρατίστηκα εκδημοκρατισμένος
εκδημώ  (el )§ migrate εξεδήμησα
εκδίδω  (el ) publish, issue εξέδωσα εκδίδομαι εκδόθηκα, εξεδόθην§ εκδομένος, εκδεκομένος§
εκδικάζω  (el ) hold a trial εκδίκασα εκδικάζομαι εκδικάστηκα εκδικασμένος
avenge εκδικούμαι, εκδικιέμαι, ανταδικώ, γδικιέμαι εκδικήθηκα
εκδιώκω  (el ) expel, drive out εξεδίωξα εκδιώκομαι εκδιώχθηκα, εκδιώχτηκα§ εκδιωγμένος
εκδράμω  (el ) take a trip, excurse εξέδραμα
εκδυτικίζω  (el ) westernise εκδυτίκισα
εκδύω  (el ) undress, strip, dismantle εκδύμαι
εκθαμβώνω  (el ), θαμπώνω dazzle εκθάμβωσα εκθαμβώνομαι εκθαμβώθηκα εκθαμβωμένος
εκθειάζω  (el ) praise εκθείασα, εξεθείασα εκθειάζομαι εκθειάστηκα, εκθειάσθηκα§ εκθειασμένος
εκθεμελιώνω  (el ), ξεθεμελιώνω destroy, demolish εκθεμελίωσα εκθεμελιώνομαι εκθεμελιώθηκα εκθεμελιωμένος
εκθέτω  (el ) display, expose εξέθεσα εκτίθεμαι εκτέθηκα εκτεθειμένος
εκθηλύνω  (el ) feminise εκθήλυνα εκθηλύνομαι εκθηλύνθηκα εκθηλυσμένος
εκθλίβω  (el ) squeeze, elide εξέθλιψα εκθλίβομαι εκθλίφτηκα
εκθρονίζω  (el ) depose, dethrone εκθρόνισα, εξεθρόνισα εκθρονίζομαι εκθρονίστηκα, εκθρονίσθηκα§ εκθρονισμένος
εκκαθαρίζω  (el ) balance the books, liquidate εκκαθάρισα εκκαθαρίζομαι εκκαθαρίστηκα, εκκαθαρίστηκα§ εκκαθαρισμένος
εκκαλώ  (el ) appeal (legal) εξεκάλεσα
εκκαμινεύω  (el ) smelt εκκαμίνευσα
εκκενώνω  (el ) empty, leave, evacuate εκκένωσα εκκενώνομαι εκκενώθηκα εκκενωμένος
εκκινώ  (el ), ξεκινώ start εκκίνησα
worship, attend church εκκλησιάζομαι  (el ) εκκλησιάστηκα
εκκοκκίζω  (el ) dehusk, winnow eκκόκκισα εκκοκκίζομαι eκκοκκίστηκα eκκοκκισμένος
εκκολάπτω  (el ) hatch (egg or plot) εκκόλαψα εκκολάπτομαι εκκολάφθηκα
εκκρεμώ  (el ) pending
εκκρίνω  (el ), απεκκρίνω excrete, secrete εξέκρινα εκκρίνομαι εκκρίθηκα εκκριμένος
εκκρούω  (el ) knock out εξέκρουσα εκκρούομαι εκκρούσθηκα
εκλαϊκεύω  (el ) popularise, simplify εκλαΐκευσα εκλαϊκεύομαι εκλαϊκεύθηκα, εκλαϊκεύτηκα§ εκλαϊκευμένος
εκλαμβάνω  (el ) interpret, understand εξέλαβα
εκλατομώ  (el ), λατομώ quarry, dig εκλατόμησα
εκλέγω  (el ), εκλέξω elect εξέλεξα εκλέγομαι εκλέχθηκα, εκλέχτηκα§ εκλεγμένος
εκλείπω  (el ) eclipse, die out εξέλειψα
εκλεπτύνω  (el )§ taper, refine εκλέπτυνα εκλεπτύνομαι εκλεπτύνθηκα εκλεπτυσμένος
εκλιπαρώ  (el ) implore εκλιπάρησα
εκλογικεύω  (el ) rationalise εκλογίκευσα εκλογικεύομαι εκλογικεύτηκα εκλογικευμένος
εκλύω  (el ) release εξέλυσα εκλύομαι εκλύθηκα
εκμαιεύω  (el ) elicit, tease out εκμαίευσα εκμαιεύομαι εκμαιεύθηκα εκμαιευμένος
εκμανθάνω  (el ) memorise, learn εξέμαθα
εκμαυλίζω  (el ) corrupt εκμαύλισα εκμαυλίζομαι εκμαυλίστηκα εκμαυλισμένος
exploit εκμεταλλεύομαι  (el ) εκμεταλλεύτηκα, εκμεταλλεύθηκα εκμεταλλευμένος
εκμηδενίζω  (el ) exterminate, annihilate εκμηδένισα εκμηδενίζομαι εκμηδενίστηκα εκμηδενισμένος
εκμηχανίζω  (el ) mechanise, industrialise εκμηχάνισα
εκμισθώνω  (el ) lease εκμίσθωσα εκμισθώνομαι εκμισθώθηκα εκμισθωμένος
εκμοντερνίζω  (el ), μοντερνίζω modernise εκμοντέρνισα εκμοντερνίζομαι εκμοντερνίστηκα εκμοντερνισμένος
εκμυζώ  (el ) suck, bleed(fig) εκμύζησα εκμυζώμαι εκμυζήθηκα εκμυζημένος
confide εκμυστηρεύομαι  (el ) εκμυστηρεύθηκα, εκμυστηρεύτηκα§ εκμυστηρευμένος
εκναυλώνω  (el ) charter (vessel) εκναύλωσα εκναυλώνομαι εκναυλώθηκα εκναυλωμένος
εκνευρίζω  (el ) annoy, irritate εκνεύρισα, εξενεύρισα εκνευρίζομαι εκνευρίστηκα εκνευρισμένος
εκπαιδεύω  (el ) teach, train εκπαίδευσα εκπαιδεύομαι εκπαιδεύτηκα εκπαιδευμένος
εκπαραθυρώνω  (el ) defenestrate εκπαραθύρωσα εκπαραθυρωμένος
εκπαρθενεύω  (el ) deflower, virgin εκπαρθένευσα εκπαρθενεύομαι εκπαρθενεύθηκα εκπαρθενευμένος
exile, banish εκπατρίζομαι  (el ) εκπατρίσθηκα, εκπατρίστηκα§ εκπατρισμένος
εκπέμπω  (el ) emit, broadcast εξέπεμψα εκπέμπομαι εκπέμφθηκα
εκπηγάζω  (el ) originate, arise εκπήγασα
εκπίπτω  (el ), ξεπέφτω degrade, devalue εξέπεσα εκπεσμένος
εκπλειστηριάζω  (el ) (sell by) auction εκπλειστηρίασα εκπλειστηριάζομαι εκπλειστηριάστηκα εκπλειστηριασμένος
εκπλέω  (el ) depart, from, port εξέπλευσα
εκπληρώνω  (el ) perform, achieve εκπλήρωσα, εξεκπλήρωσα§ εκπληρώνομαι εκπληρώθηκα εκπληρωμένος
εκπλήσσω  (el ), εκπλήττω surprise, amaze εξέπληξα εκπλήσσομαι, εκπλήττομαι εκπλήγηκα
εκπλύνω  (el ), ξεπλένω
εκπνέω  (el ) die, expire εξέπνευσα εκπνέομαι εκπνεύσθηκα, εκπνεύστηκα
εκποιώ  (el ) sell εκποίησα εκποιούμαι εκποιήθηκα εκποιημένος
εκπολιτίζω  (el ) civilise, refine εκπολίτισα εκπολιτίζομαι εκπολιτίσθηκα, εκπολιτίστηκα§ εκπολιτισμένος
εκπονώ  (el ) workout εκπόνησα εκπονούμαι εκπονήθηκα εκπονημένος
originate εκπορεύομαι  (el ) εκπορεύθηκα
εκπορθώ  (el ) conquer εκπόρθησα, εξεκπόθησα§ εκπορθούμαι εκπορθήθηκα εκπορθημένος
εκπορνεύω  (el ) prostitute εκπόρνευσα εκπορνεύομαι εκπορνεύθηκα εκπορνευμένος
εκπροσωπεύω  (el )
εκπροσωπώ  (el ), αντιπροσωπεύω represent, deputise εκπροσώπησα εκπροσωπούμαι εκπροσωπήθηκα εκπροσωπημένος
εκπτύσσω  (el )
εκπυρσοκροτώ  (el ) discharge, detonate εκπυρσοκρότησα
εκρέω  (el ) flow, exude εξέρρευσα
explode εκρήγνυμαι  (el ) εξερράγην§
εκριζώνω  (el ) uproot, root out εκρίζωσα εκριζώνομαι εκριζώθηκα εκριζωμένος
εκσκάπτω  (el )§ excavate εκσκάπτομαι
εκσλαβίζω  (el ) Slavicize εκσλάβισα εκσλαβίζομαι εκσλαβίσθηκα, εκσλαβίστηκα§ εκσλαβισμένος
εκσπερματίζω  (el ) ejaculate εκσπερμάτισα εκσπερματίζομαι εκσπερματίστηκα εκσπερματισμένος
εκσπερματώνω  (el ), εκσπερματίζω ejaculate εκσπερμάτωσα
εκσπώ  (el ), ξεσπώ burst, erupt εξέσπασα
(εκστασιάζω) to be in raptures εκστασιάζομαι  (el ) εκστασιάστηκα εκστασιασμένος
εκστομίζω  (el ) breathe (a word) εκστόμισα, εξεστόμισα§
εκστρατεύω  (el ) go to war εκστράτευσα, εξεστράτευσα
εκσυγχρονίζω  (el ) update, modernise εκσυχγρόνισα εκσυγχρονίζομαι εκσυχγρόνίσθηκα, εκσυχγρόνίστηκα§ εκσυχγρόνισμένος
εκσφαλματώνω  (el ), αποσφαλματώνω debug εκσφαλμάτωσα
εκσφενδονίζω  (el ) hurl, launch εκσφενδόνισα εκσφενδονίζομαι εκσφενδονίστηκα εκσφενδονισμένος
εκταμιεύω  (el ) withdraw (money) εκταμίευσα εκταμιεύομαι εκταμιεύθηκα εκταμιευμένος
εκτείνω  (el ) stretch (εξέτεινα) εκτείνομαι εκτάθηκα εκτεταμένος
εκτελώ  (el ) perform, carry out εκτέλεσα,εξετέλεσα εκτελούμαι εκτελέστηκα, εκτελέσθηκα εκτελεσμένος
εκτελωνίζω  (el ), ➤ τελωνίζω clear customs εκτελώνισα εκτελωνίζομαι εκτελωνίστηκα εκτελωνισμένος
εκτεχνικεύω  (el )
εκτίθεμαι  (el ), εκθέτω
εκτιμώ  (el ), εκτιμάω respect εκτίμησα εκτιμώμαι εκτιμήθηκα εκτιμημένος
εκτινάσσω  (el ) fling, hurl εκτίναξα εκτινάσσομαι εκτινάχθηκα εκτιναγμένος
εκτίω  (el ), εκτίνω serve εξέτισα (εκτίομαι)
εκτοκίζω  (el ), τοκίζω charge (interest) εκτόκισα εκτοκίζομαι εκτοκίστηκα εκτοκισμένος
εκτονώνω  (el ) relax εκτόνωσα εκτονώνομαι εκτονώθηκα εκτονωμένος
εκτοξεύω  (el ) shoot, launch εκτόξευσα εκτοξεύομαι εκτοξεύθηκα, εκτοξεύτηκα§ εκτοξευμένος
εκτοπίζω  (el ) displace εκτόπισα εκτοπίζμαι εκτοπίσθηκα, εκτοπίστηκα§ εκτοπισμένος
εκτουρκίζω  (el ) Turkify εκτούρκισα εκτουρκίζμαι εκτουρκίστηκα εκτουρκισμένος
run wild εκτραχηλίζομαι  (el )§ εκτραχηλίσθηκα, εκτραχηλίστηκα§ εκτραχηλισμένος
εκτραχύνω  (el ) aggravate, worsen εκτράχυνα εκτραχύνομαι εκτραχύνθηκα
εκτρέπω  (el ) deflect, divert εξέτρεψα εκτρέπομαι εκτράπηκα, εξετράπην§
εκτρέφω  (el ) rear, raise (animals) εξέθρεψα εκτρέφομαι εκτράφηκα
εκτροχιάζω  (el ) derail (train) εκτροχίασα εκτροχιάζομαι εκτροχιάστηκα εκτροχιασμένος
εκτυλίγω  (el ), ξετυλίγω unwind, unpack
εκτυλίσσω  (el ), ξετυλίγω unwind, unpack εκτύλιξα εκτυλίσσομαι εκτυλίχθηκα
εκτυπώνω  (el ) print, stamp εκτύπωσα εκτυπώνομαι εκτυπώθηκα εκτυπωμένος
εκτυφλώνω  (el ) blind, dazzle εκτύφλωσα εκτυφλώνομαι εκτυφλώθηκα εκτυφλωμένος
εκφαυλίζω  (el ) demoralise, corrupt εκφαύλισα εκφαυλίζομαι εκφαυλίσθηκα, εκφαυλίστηκα§ εκφαυλισμένος
εκφέρω  (el ) express (an opinion) εξέφερα
εκφεύγω  (el ), ξεφεύγω flee εξέφυγα
εκφοβίζω  (el ) frighten εκφόβισα εκφοβίζομαι εκφοβίστηκα εκφοβισμένος
εκφοβώ  (el ), εκφοβίζω
εκφορτίζω  (el ), ξεφορτώνω discharge εκφορτισα εκφορτίζομαι εκφορτίστηκα, εκφορτίσθηκα§ εκφορτισμένος
εκφορτώνω  (el ), αποφορτίζω discharge εκφόρτωσα εκφορτώθηκα εκφορτωμένος
εκφράζω  (el ) express εξέφρασα, έκφρασα εκφράζομαι εκφράστηκα εκφρασμένος
εκφυλίζω  (el ) decay εκφύλισα εκφυλίστηκα, εκφυλίσθηκα§ εκφυλισμένος
grow from, sprout εκφύομαι  (el )
εκφωνώ  (el ) articulate εκφώνησα εκφωνούμαι εκφωνήθηκα εκφωνημένος
εκχειλίζω  (el ), ξεχειλίζω overflow εκχείλισα
εκχερσώνω  (el ), ξεχερσώνω clear (land) εκχέρσωσα εκχερσώνομαι εκχερσώθηκα εκχερσωμένος
εκχέω  (el ) pour away εξέχεα εκχέομαι εκχύθηκα
εκχιονίζω  (el ) clear snow εκχιόνισα
εκχριστιανίζω  (el ) Christianise εκχριστιάνισα εκχριστιανίζομαι εκχριστιανίστηκα,εκχριστιανίσθηκα εκχριστιανισμένος
εκχυδαΐζω  (el ) vulgarise εκχυδάισα εκχυδαΐζομαι εκχυδαΐστηκα εκχυδαϊσμένος
εκχυλίζω  (el ) press, extract εκχύλισα εκχυλίζομαι εκχυλίστηκα εκχυλισμένος
ecchymose εκχυμώνομαι  (el ) εκχυμώθηκα εκχυμωμένος
εκχύνω  (el ) pour into έκχυσα εκχύνομαι εκχύθηκα εκχυμένος
εκχύω  (el )
εκχωματώνω  (el ), εκχωματίζω excavate, clear εκχωμάτωσα εκχωματώνομαι εκχωματώθηκα εκχωματωμένος
εκχωρώ  (el ) cede, assign εκχώρσα εκχωρούμαι εκχωρήθηκα εκχωρημένος

Sources[edit]

  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης [Lexikó Tsépis, Pocket Dictionary] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: