Appendix:Greek verbs/Μ1

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
  • Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables contain errors which, together with omissions, may be reported here.
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — at "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation form the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω


Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
μαγαρίζω  (el ) dirty, mess up μαγάρισα μαγαρίζομαι μαγαρίστηκα μαγαρισμένος Ø
μαγγανεύω  (el ) mix a philtre/drug, cast a spell; deceive
μαγγώνω  (el ), ➤ μαγκώνω grab, gets stuck μάγγωσα μαγγώθηκα μαγγωμένος
μαγειρεύω  (el ), μαγερεύω cook, plot μαγείρεψα μαγειρεύομαι μαγειρεύτηκα μαγειρεμένος
μαγεύω  (el ) bewitch, charm μάγεψα μαγεύομαι μαγεύτηκα μαγεμένος
μαγκεύω  (el ) become a dude μάγκεψα
μαγκώνω  (el ), ➤ μαγγώνω grip, squeeze μάγκωσα μαγκώνομαι μαγκώθηκα μαγκωμένος
μαγνητίζω  (el ) magnetise μαγνήτισα μαγνητίζομαι μαγνητίστηκα μαγνητισμένος
μαγνητοσκοπώ  (el ) record, telerecord μαγνητοσκόπησα μαγνητοσκοπούμαι μαγνητοσκοπήθηκα μαγνητοσκοπημένος
μαγνητοφωνώ  (el ) record, telerecord μαγνητοφώνησα μαγνητοφωνούμαι μαγνητοφωνήθηκα μαγνητοφωνημένος
μαδώ  (el ), μαδάω, ➤ απομαδώ pluck, moult μάδησα μαδιέμαι μαδήθηκα μαδημένος
μαζεύω  (el ), μαζώνω gather, harvest, assemble μάζεψα, μαζέμασα μαζεύομαι μαζεύτηκα μαζεμένος
μαζοποιώ  (el ), μαζικοποιώ μαζοποίησα μαζοποιούμαι μαζοποιήθηκα μαζοποιημένος
μαζώνω  (el ), μαζεύω, μαζώχνω gather, harvest, assemble μάζωξα μαζώνομαι μαζώθηκα μαζωμένος
μαζώχνω  (el ), (μαζεύω) gather, harvest, assemble
μαθαίνω  (el ),➤ μανθάνω learn, teach έμαθα μαθαίνομαι μαθεύτηκα μαθημένος
μαθεύομαι  (el ) become known μαθεύομαι μαθεύτηκα
μαθητεύω  (el ) be apprenticed, train μαθήτευσα, μαθήτεψα
μαθητιώ  (el ) §
μαιεύομαι  (el ) μαιεύομαι
μαϊμουδίζω  (el ) copy, ape μαϊμούδισα
μαϊνάρω  (el ) slack, veer (nautical) μαϊνάρισα
μαίνομαι  (el ) rage μαίνομαι † (μαινόμουνα)
μαϊστραλίζω  (el )
μακαρίζω  (el ) envy μακάρισα μακαρίζομαι μακαρίστηκα μακαρισμένος
μακαρονίζω  (el )
μακελεύω  (el ), μακελλεύω slaughter μακέλεψα, μακέλλεψα μακελεύομαι, μακελλεύομαι μακελεύτηκα, μακελλεύτηκα μακελεμένος, μακελλεμένος
μακιγιάρω  (el ) make up (cosmetics) μακιγιάρισα μακιγιάρομαι μακιγιαρίστηκα μακιγιαρισμένος
μακραίνω  (el ), ➤ μακρύνω
μακρηγορώ  (el ) hold forth, speak at length, go on μακρηγόρησα
μακροημερεύω  (el ) livelong μακροημέρευσα
μακροθυμώ  (el ) tolerate † (μακροθύμησα)
μακρολογώ  (el ) hold forth, speak at length, go on μακρολόγησα
μακρύνω  (el ), μακραίνω draw out, lengthen μάκρυνα μακρυσμένος
μαλαγρώνω  (el ) use chum μαλάγρωσα μαλαγρωμένος
μαλάζω  (el ), ➤ μαλάσσω massage, knead μάλαξα μαλάζομαι μαλάχτηκα μαλαγμένος
masturbate μαλακίζομαι  (el ) μαλακίστηκα μαλακισμένος
μαλακώνω  (el ) soften, relieve μαλάκωσα μαλακώνομαι μαλακώθηκα μαλακωμένος
μαλαματοκαπνίζω  (el ) gild, gold plate μαλαματοκαπνίζομαι
μαλαματώνω  (el ) gild, goldplate μαλαμάτωσα μαλαματώνομαι μαλαματώθηκα μαλαματωμένος
μαλαμοκαπνίζω  (el ) gild, goldplate
μαλάσσω  (el ), μαλάζω massage, knead μάλαξα μαλάσσομαι μαλάχτηκα μαλαγμένος
μαλθακώνω  (el )
μαλλιάζω  (el ) grow wool/hair μάλλιασα μαλλιασμένος
fight μαλλιοτραβιέμαι  (el ) μαλλιοτραβήχτηκα μαλλιοτραβηγμένος
μαλώνω  (el ) scold, quarrel μάλωσα μαλωμένος
μάμνω  (el )
μανατζάρω  (el ) manage (a business) μανατζάρισα
μανθάνω  (el ) §, ➤ μαθαίνω learn, teach
μανιάζω  (el ), μανιώνω rage, enrage μάνιασα μανιασμένος
μανίζω  (el )
μανικώνω  (el )
μανιπουλάρω  (el ) μανιπουλάρισα
μανιώνω  (el ), μανιάζω μάνιωσα μανιωμένος
μανουβράρω  (el ) manoeuvre μανουβράρισα
μανουριάζω  (el )
μανταλώνω  (el ) bolt, latch μαντάλωσα μανταλώνομαι μανταλώθηκα μανταλωμένος
μαντάρω  (el ) darn, mend μάνταρα, μάνταρισα μαντάρομαι μανταρίστηκα μανταρισμένος
μαντατεύω  (el ) μαντάτεψα
μαντεύω  (el ) foretell, prophesy μάντεψα μαντεύομαι μαντεύτηκα μαντεμένος
μαντιλοδένομαι  (el )
μαντρίζω  (el ) enclose, pen μάντρισα μαντρισμένος
μαντρώνω  (el ) enclose, lockup μάντρωσα μαντρώνομαι μαντρώθηκα μαντρωμένος
μαξιλαρώνω  (el ) throw pillows/cushions, pillow fight μαξιλάρωσα
μαραγκιάζω  (el ), μαραγγιάζω wither, shrivel, wizen μαράγκιασα μαραγκιασμένος
μαραζιάζω  (el ) μαράζιασα μαραζιάζομαι μαραζιάστηκα μαραζιασμένος
μαραζώνω  (el ) waste away, pine μαράζωσα μαραζώθηκα μαραζωμένος
μαραίνω  (el ) wither, shrivel μάρανα μαραίνομαι μαράθηκα μαραμένος
μαργώνω  (el ) shiver, feel cold μάργωσα μαργωμένος
μαρινάρω  (el ) marinate μαρινάρισα μαρινάρομαι μαριναρίστηκα μαριναρισμένος
μαρκαλώ  (el ), μαρκαλάω , μαρκαλίζω mate, mount μαρκάλησα μαρκαλιέμαι, μαρκαλίζομαι
μαρκάρω  (el ), μαρκαρίζω mark, brand μάρκαρα, μαράρισα μαρκάρομαι μαρκαρίστηκα μαρκαρισμένος
μαρμαίρω  (el )
μαρμαροστρώνω  (el ) pave with marble μαρμαροστρωμένος
μαρμαρώνω  (el ) petrify, turn to stone μαρμάρωσα μαρμαρώνομαι μαρμαρώθηκα μαρμαρωμένος
μαρσάρω  (el ) step on it, rev up (engine) μάρσαρα, μαρσάρισα
μαρτυρώ  (el ), μαρτυράω witness, attest, give evidence μαρτύρησα μαρτυρούμαι, μαρτυρείμαι μαρτυρήθηκα μαρτυρημένος
μασκαρεύω  (el ) disguise μασκάρεψα μασκαρεύομαι μασκαρεύτηκα μασκαρεμένος
μασουλίζω  (el ) chew, masticate μασούλισα
μασουλώ  (el ), μασουλάω chew, masticate μασούλησα μασουλιέμαι μασουλήθηκα μασουλημένος
μασουρίζω  (el ) reel (bobbin) μασούρισα μασουρισμένος
μαστιγώνω  (el ), ➤ μαστιχώνω whip, flog μαστίγωσα μαστιγώνομαι ματσιγώθηκα μαστιγωμένος
μαστίζω  (el ) plague, infest † (εμάστιξα) μαστίζομαι
μαστιχώνω  (el ), ➤ μαστιγώνω μαστίχωσα
μαστορεύω  (el ) tinker, bodge μαστόρεψα μαστορεύομαι μαστορεύτηκα μαστορεμένος
μαστουριάζω  (el ) μαστούριασα
μαστουρώνω  (el ) to be stoned, freak out μαστούρωσα μαστουρώνομαι μαστουρώθηκα μαστουρωμένοςμένος
μασώ  (el ), μασάω chew, masticate μάσησα μασιέμαι, μασώμαι μασήθηκα μασημένος
ματαβλέπω  (el ) relook, review
ματαγυρίζω  (el ) , ➤ μεταγυρίζω change, return ματαγύρισα
ματαδιαβάζω  (el ) reread ματαδιαβασμένος
ματαέρχομαι  (el ), ➤ ξαναέρχομαι
ματαιοδοξώ  (el )
ματαιολογώ  (el ) talk nonsense
ματαιοπονώ  (el ) try vainly, waste one's time ματαιοπόνησα
ματαιοφρονώ  (el )
ματαιώνω  (el ) thwart, cancel ματαίωσα ματαιώνομαι ματαιώθηκα ματαιωμένος
ματιάζω  (el ) give the evil eye μάτιασα ματιάζομαι ματιάστηκα ματιασμένος
ματίζω  (el ) merge, splice, lengthen μάτισα ματίζομαι ματίστηκα ματισμένος
ματοκυλώ  (el ), ματοκυλίζω , ➤ αιματοκυλώ slaughter ματοκύλισα ματοκυλιέμαι, ματοκυλίζομαι ματοκυλίστηκα ματοκυλισμένος
ματσακονίζω  (el ) scour (metal/masonry) ματσακόνισα ματσακονίζομαι ματσακονίστηκα ματσακονισμένος
ματσουκώνω  (el ) cudgel
make a lot of money ματσώνομαι  (el ) ματσώθηκα ματσωμένος
ματώνω  (el ), ➤ αιματώνω bleed, draw blood μάτωσα ματώνομαι ματώθηκα ματωμένος
μαυλώ  (el ), μαυλάω, μαυλίζω, ➤ εκμαυλίζω call to yourself (animals) μαύλισα
μαυρίζω  (el ) darken, blacken, suntan μαύρισα μαυρίζομαι μαυρίστηκα μαυρισμένος
μαυρολογώ  (el ) be overrun
μαυροφορώ  (el ) mourn μαυροφόρεσα μαυροφορίεμαι μαυροφορέσθηκα μαυροφορεμένος
μαχαιρώνω  (el ) knife, stab, have a knife fight μαχαίρωσα μαχαιρώνωμαι μαχαιρώθηκα μαχαιρωμένος
fight against μάχομαι  (el )
μεγαλαίνω  (el ), ➤ μεγαλύνω gain wealth and power
μεγαλαυχώ  (el ) boast
μεγαληγορώ  (el ) brag, exaggerate
μεγαλοδείχνω  (el )
put on airs, be arrogant μεγαλοπιάνομαι  (el ) μεγαλοπιάστηκα μεγαλοπιασμένος
μεγαλοποιώ  (el ) exagerate μεγαλοποίησα μεγαλοποιούμαι μεγαλοποιήθηκα μεγαλοποιημένος
μεγαλοπραγμονώ  (el )
μεγαλορρημονώ  (el )
μεγαλουργώ  (el ) achieve great things μεγαλούργησα
μεγαλοφέρνω  (el )
μεγαλοφρονώ  (el )
μεγαλύνω  (el ), ➤ μεγαλαίνω gain power & glory μεγάλυνα μεγαλύνομαι μεγαλύνθηκα
μεγαλώνω  (el ) get older/bigger μεγάλωσα μεγαλώνομαι μεγαλωμένος
μεγεθύνω  (el ) grow, magnify μεγέθυνα μεγεθύνομαι μεγεθύνθηκα μεγεθυσμένος
μεγιστοποιώ  (el ) maximise μεγιστοποίησα μεγιστοποιούμαι μεγιστοποιήθηκα μεγιστοποιημένος
μεθερμηνεύω  (el ) interpret, translate μεθερμήνευσα μεθερμηνεύομαι μεθερμηνεύθηκα μεθερμηνευμένος
μεθίσταμαι  (el )
μεθοδεύω  (el ) prepare, plan μεθόδευσα μεθοδεύομαι μεθοδεύθηκα, μεθοδεύτηκα § μεθοδευμένος
μεθοκοπώ  (el ), μεθοκοπάω binge, booze μεθοκόπησα
μεθορμίζω  (el ) μεθόρμισα μεθορμίστηκα, μεθορμίσθηκα §
μεθύσκω  (el ) §, ➤ μεθώ μεθύσκομαι
μεθύω  (el ) §, ➤ μεθώ
μεθώ  (el ), μεθάω get drunk μέθυσα μεθυσμένος
μειγνύω  (el ) mix † (έμειξα)
μειδιώ  (el ) look happy, smile μειδίασα
μειοδοτώ  (el ) underbid, tender low μειοδότησα
μειονεκτώ  (el ) be faulty, be disadvantaged μειονέκτησα
μειονοψηφώ  (el ), ➤ μειοψηφώ lose vote μειονοψήφησα
μειοψηφώ  (el ), ➤ μειονοψηφώ lose vote μειοψήφησα
μειώνω  (el ) reduce, turn down, humiliate μείωσα μειώνομαι μειώθηκα μειωμένος
μελαγχολώ  (el ) be depressed, sadden μελαγχόλησα
μελαίνω  (el )
μελανειμονώ  (el ) wear mourning μελανειμόνησα
μελανηφορώ  (el ) mourn
μελανιάζω  (el ) bruise, turn blue μελάνιασα μελανιασμένος
suntan, darken μελανούμαι  (el ), ➤ μαυρίζω
μελανώνω  (el ) ink, get inky μελάνωσα μελανώνομαι μελανώθηκα μελανωμένος
μελετώ  (el ), μελετάω study, practise μελέτησα μελετώμαι, μελετιέμαι μελετήθηκα μελετημένος
μέλλω  (el ) intend to
μελοδραματοποιώ  (el )
μελοποιώ  (el ) set to music μελοποίησα μελοποιούμαι μελοποιήθηκα μελοποιημένος
μέλπω  (el ) sing
μέλω  (el ) care, mind
μελωδώ  (el ) sing, be melodic
μελώνω  (el ) spread/dip/pour honey μέλωσα μελώνομαι μελώθηκα μελωμένος
blame μέμφομαι  (el ) μέμφθηκα
μεμψιμοιρώ  (el ) complain, criticise
μένω  (el ) live somewhere, stay, remain έμεινα
μερακλώνω  (el ) cheer up, make merry μεράκλωσα μερακλώθηκα μερακλωμένος
μερεμετίζω  (el ), μερεμετιάζω repair μερεμέτισα
μερεύω  (el ), ➤ ημερεύω domesticate, tame
μεριάζω  (el ) step aside, push aside/back μέριασα
μερίζω  (el ) share out μέρισα μερίστηκα μερισμένος
μερικεύω  (el ) specify μερίκευσα μερικεύθηκα, μερικεύτηκα
μεριμνώ  (el ) take care of μερίμνησα
μεροληπτώ  (el ) be biased μερολήπτησα
μερώνω  (el ), ➤ ημερώνω tame, domesticate μέρωσα μερωμένος
μεσάζω  (el ) mediate
μεσημεριάζω  (el ) it's nearly noon, rest at noon μεσημέριασα μεσημεριάζομαι μεσημεριάστηκα
μεσιάζω  (el ), ➤ μισιάζω use half
μεσιτεύω  (el ) mediate, intervene μεσίτευσα, μεσίτεψα
μεσοκόβω  (el ) break somebody's back μεσόκοψα μεσοκόφτηκα, μεσοκόπηκα μεσοκομμένος
μεσολαβώ  (el ), ➤ διαμεσολαβώ mediate μεσολάβησα
μεσουρανώ  (el ) be at the zenith μεσουράνησα μεσουρανημένος
μεστώνω  (el ) mature, toughen μέστωσα μεστωμένος
μεσώ  (el )
μεταβαίνω  (el ) go to
μεταβάλλω  (el ) change, transform μετέβαλα μεταβάλλομαι μεταβλήθηκα μεταβλημένος, μεταβεβλημένος
μεταβαπτίζω  (el ) μεταβάπτισα μεταβαπτίζομαι μεταβαπτίσθηκα μεταβαπτισμένος
μεταβιβάζω  (el ) transport, convey μεταβίβασα μεταβιβάζομαι μεταβιβάστηκα μεταβιβασμένος
μεταβολίζω  (el ) μεταβολίζομαι
μεταγγίζω  (el ) transfuse μετάγγισα μεταγγίζομαι μεταγγίστηκα μεταγγισμένος
μεταγλωττίζω  (el ) dub, translate μεταγλώττισα μεταγλωττίζομαι μεταγλωττίστηκα, μεταγλωττίσθηκα § μεταγλωττισμένος
μεταγραμματίζω  (el ) transpose, interchange μεταγραμμάτισα μεταγραμματίζομαι μεταγραμματίστηκα, μεταγραμματίσθηκα § μεταγραμματισμένος
μεταγράφω  (el ) transcribe, transliterate μετέγραψα μεταγράφομαι μεταγράφηκα μεταγεγραμμένος
μεταγυρίζω  (el )
μετάγω  (el )
μεταδίδω  (el ) broadcast, spread μετέδωσα, μετάδωσα μεταδίδομαι μεταδόθηκα μεταδομένος, μεταδεδομένος
μεταδιεγείρω  (el )
μεταδίνω  (el )
μεταθέτω  (el ) transfer, shift μετέθεσα μεταθέτομαι, μετατίθεμαι μετατέθηκα μετατεθειμένος
μετακαλώ  (el ) invite μετακάλεσα μετακαλούμαι μετακλήθηκα
μετακενώνω  (el )
μετακινώ  (el ) move μετακίνησα μετακινούμαι μετακινήθηκα μετακινημένος
μετακομίζω  (el ) move (house) μετακόμισα μετακομίζομαι μετακομίστηκα μετακομισμένος
μετακυλίω  (el ) μετακύλισα μετακυλίστηκα
μετακυλώ  (el ) μετακύλησα
μεταλαβαίνω  (el ), (μεταλαμβάνω §) communicate, take communion μετέλαβα
μεταλαμπαδεύω  (el ) spread μεταλαμπάδευσα μεταλαμπαδεύομαι μεταλαμπαδεύθηκα, μεταλαμπαδεύτηκα §
μεταλλάσσω  (el ), μεταλλάζω mutate μετάλλαξα μεταλλάσσομαι μεταλλάχθηκα μεταλλαγμένος
μεταλλεύω  (el )
repent, regret μεταμελούμαι  (el ) μεταμελήθηκα μεταμελημένος
μεταμισθώνω  (el ) sublet μεταμίσθωσα μεταμισθώθηκα μεταμισθωμένος
μεταμορφώνω  (el ) transform, metamorphose μεταμόρφωσα μεταμορφώνομαι μεταμορφώθηκα μεταμορφωμένος
μεταμοσχεύω  (el ) transplant, graft μεταμοσχεύομαι
μεταμφιέζω  (el ) disguise, mask μεταμφίεσα μεταμφιέζομαι μεταμφιέστηκα, μεταμφιέσθηκα § μεταμφιεσμένος
μεταναστεύω  (el ) migrate μετανάστευσα
μετανιώνω  (el ) change your mind, repent μετάνιωσα μετανιωμένος
μετανοώ  (el ) regret μετανόησα μετανοημένος
μεταπείθω  (el ) dissuade μετέπεισα μεταπείθομαι μεταπείσθηκα, μεταπείστηκα §
μεταπηδώ  (el ) move camp μεταπήδησα
μεταπίπτω  (el ) μετέπεσα
μεταπλάθω  (el ) reshape
μεταπλάσσω  (el ) reshape μετέπλασα μεταπλάσθηκα, μεταπλάστηκα § μεταπλασμένος
μεταποιώ  (el ) process, modify μεταποίησα μεταποιούμαι μεταποιήθηκα μεταποιημένος
μεταπουλώ  (el ), μεταπουλάω, ➤ μεταπωλώ resell
μεταπωλώ  (el ), ➤ μεταπουλώ resell μεταπώλησα μεταπωλούμαι
μεταραιώνω  (el )
μεταρρυθμίζω  (el ) reform, modify μεταρρύθμισα μεταρρυθμίζομαι μεταρρυθμίστηκα μεταρρυθμισμένος
μεταρσιώνω  (el ) elevate μεταρσίωσα μεταρσιώνομαι μεταρσιώθηκα μεταρσιωμένος
μετασκευάζω  (el ) μετασκεύασα μετασκευάζομαι μετασκευάστηκα, μετασκευάσθηκα § μετασκευασμένος
μετασταθμεύω  (el ) μεταστάθμευσα μετασταθμευμένος
μεταστεγάζω  (el ) μεταστέγασα μεταστεγάζομαι μεταστεγάστηκα, μεταστεγάσθηκα μεταστεγασμένος
μεταστοιχειώνω  (el ) μεταστοιχείωσα μεταστοιχειώνομαι
μεταστρατοπεδεύω  (el ) move camp μεταστρατοπέδευσα
μεταστρέφω  (el ) change, swing μετέστρεψα μεταστρέφομαι μεταστράφηκα μετεστραμμένος
μετασχηματίζω  (el ) modify μετασχημάτισα μετασχηματίζομαι μετασχηματίστηκα, μετασχηματίσθηκα § μετασχηματισμένος
μετάσχω  (el ), ➤ μετέχω
μετατάσσω  (el ) transfer μετέταξα μετατάσσομαι μετατάχθηκα μεταταγμένος
μετατίθεμαι  (el ), ➤ μεταθέτω
μετατοπίζω  (el ) shift, move μετατόπισα μετατοπίζομαι μετατοπίστηκα, μετατοπίσθηκα § μετατοπισμένος
μετατρέπω  (el ), ➤ μεταστρέφω convert, divert μετέτρεψα μετατρέπομαι μετατράπηκα
μετατυπώνω  (el ) μετατύπωσα μετατυπώθηκα μετατυπωμένος
μεταφέρω  (el ), μεταφέρνω transport μετέφερα μεταφέρομαι μεταφέρθηκα μεταφερμένος
μεταφορτώνω  (el ) tranship μεταφόρτωσα μεταφορτώνομαι μεταφορτώθηκα
μεταφράζω  (el ) translate μετέφρασα μεταφράζομαι μεταφράστηκα, μεταφράσθηκα § μεταφρασμένος
μεταφυτεύω  (el ) repot, transplant μεταφύτεψα μεταφυτεύομαι μεταφυτεύτηκα §, μεταφυτεύθηκα μεταφυτευμένος
use, handle μεταχειρίζομαι  (el ) μεταχειρίστηκα, μεταχειρίσθηκα § μεταχειρισμένος
μεταχρονολογώ  (el ) post-date μεταχρονολόγησα μεταχρονολογούμαι μεταχρονολογήθηκα μεταχρονολογημένος
μεταχρωματίζω  (el ) change the colour μεταχρωμάτισα μεταχρωματίζομαι μεταχρωματίστηκα μεταχρωματισμένος
μετεγγράφω  (el ) transfer μετενέγραψα μετεγγράφομαι μετεγγράφηκα, (μετεγγράφτηκα) μετεγγεγραμμένος
μετεκπαιδεύω  (el ) train μετεκπαίδευσα μετεκπαιδεύομαι μετεκπαιδεύτηκα §, μετεκπαιδεύθηκα μετεκπαιδευμένος
μετεμφυτεύομαι  (el )
μετεμψυχώνω  (el ) make flesh, incarn μετεμψύχωσα μετεμψυχώνομαι μετεμψυχώθηκα μετεμψυχωμένος
μετενσαρκώνω  (el ) make flesh, incarn μετενσάρκωσα μετενσαρκώνομαι μετενσαρκώθηκα μετενσαρκωμένος
μετενσωματώνω  (el ) make flesh, incarn
μετεξελίσσομαι  (el ) μετεξελίχθηκα μετεξελιγμένος
μετεπιβιβάζω  (el ) μετεπιβίβασα μετεπιβιβάστηκα, μετεπιβιβάστηκα μετεπιβιβασμένος
practise μετέρχομαι  (el ) μετήλθα
μετέχω  (el ), ➤ μετάσχω participate μετείχα, μετέσχον
μετεωρίζω  (el ) hover μετεώρισα μετεωρίζομαι μετεωρίστηκα μετεωρισμένος
μετοικίζω  (el ) μετοίκισα
μετοικώ  (el ) move house μετοίκησα
μετονομάζω  (el ) rename μετονόμασα μετονομάζομαι μετονομάστηκα μετονομασμένος
μετουσιώνω  (el ) transform, transubstantiate μετουσίωσα μετουσιώνομαι μετουσιώθηκα μετουσιωμένος
μετοχετεύω  (el ) μετοχέτευσα μετοχετεύθηκα μετοχετευμένος
μετριάζω  (el ) reduce, moderate μετρίασα μετριάζομαι μετριάστηκα μετριασμένος
μετριοφρονώ  (el )
μετρώ  (el ), μετράω measure, count, compare pass μέτρησα μετριέμαι, μετρούμαι μετρήθηκα μετρημένος
μεφιτίζω  (el ) μεφίτισα

Sources[edit]

  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης [Lexikó Tsépis, Pocket Dictionary] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: