Appendix:Greek verbs/Σ3

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
  • Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables contain errors which, together with omissions, may be reported here.
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — at "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation form the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω


Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
συμβαδίζω  (el ) keep pace with, keep in step συμβάδισα
συμβαίνω  (el ) happen, occur συνέβηκα
συμβάλλω  (el ) merge, join; make a contract pass συνέβαλα συμβάλλομαι συμβλήθηκα, συνεβλήθην συμβλημένος, συμβεβλημένος
συμβασιλεύω  (el ) reign jointly συμβασίλευσα, συμβασίλεψα
συμβασιοποιούμαι  (el )
συμβιβάζω  (el ) reconcile, compromise συμβίβασα συμβιβάζομαι συμβιβάστηκα, συμβιβάσθηκα § συμβιβασμένος
συμβιώνω  (el ) symbiose, coexist συμβίωσα
συμβολαιογραφώ  (el ) act as a notary
συμβολίζω  (el ) symbolise (UK), symbolize (US) συμβόλισα συμβολίζομαι συμβολίστηκα συμβολισμένος
συμβολοποιώ  (el )
συμβουλεύω  (el ) advise συμβούλεψα, συνεβούλευσα συμβουλεύομαι συμβουλεύτηκα, συμβουλεύθηκα
συμμαζεύω  (el ) gather, tidy up συμμάζεψα, † συμμαζεύομαι συμμαζεύτηκα συμμαζεμένος
συμμαζώνω  (el )
συμμαθητεύω  (el )
συμμαχώ  (el ) ally, make an alliance συμμάχησα
συμμειγνύω  (el ) συνέμειξα συμμίχθηκα συμμεμειγμένος
sympathise (UK), sympathize (US) συμμερίζομαι  (el ) συμμερίστηκα, συμμερίσθηκα
συμμετέχω  (el ) participate, take part συμμετείχα
συμμορφώνω  (el ) knock into shape συμμόρφωσα συμμορφώνομαι συμμορφώθηκα συμμορφωμένος
συμπαθώ  (el ), συμπαθάω forgive, sympathise (UK), sympathize (US), like συμπάθησα συμπαθιέμαι συμπαθήθηκα
συμπάλλομαι  (el )
συμπανηγυρίζω  (el ) συμπανηγύρισα
συμπαράγω  (el )
συμπαραθέτω  (el )
συμπαρασέρνω  (el , ➤ συμπαρασύρω συμπαρέσυρα συμπαρασέρνομαι
(συμπαραστέκω) support συμπαραστέκομαι  (el ) συμπαραστάθηκα
συμπαρασύρω  (el ), συμπαρασέρνω  drag along, sweep away συμπαρέσυρα συμπαρασύρομαι συμπαρασύρθηκα
(συμπαρατάσσω  (el ) join forces συμπαρατάσσομαι συμπαρατάχθηκα συμπαραταγμένος
συμπαρεδρεύω  (el )
συμπαρίσταμαι  (el ) συμπαραστάθηκα
συμπαρομαρτώ  (el )
συμπαρουσιάζω  (el ) συμπαρουσιάσα συμπαρουσιάστηκα, συμπαρουσιάσσθηκα
συμπάσχω  (el ) commiserate, empathise (UK), empathize (US) , συνέπασχα
συμπεθερεύω  (el ) become related by marriage συμπεθέρεψα
συμπεθεριάζω  (el ) συμπεθέριασα
συμπεραίνω  (el ) conclude, suppose συμπέρανα, συνεπέρανα §
συμπερασματολογώ  (el )
συμπεριλαμβάνω  (el ) include, comprise συμπεριέλαβα συμπεριλαμβάνομαι συμπεριλήφθηκα
behave συμπεριφέρομαι  (el ) συμπεριφέρθηκα
συμπηγνύω  (el ) συνέπηξα συμπεπηγμένος
συμπιάνω  (el )
συμπιέζω  (el ) compress, squeeze συμπίεσα συμπιέζομαι συμπιέσθηκα, συμπιέστηκα συμπιεσμένος
συμπιλώ  (el )
συμπίνω  (el ) drink together συνήπια
συμπίπτω  (el ) coincide, be the same συνέπεσα
συμπλακώ  (el )
συμπλέκω  (el ) entwine, clasp συνέπλεξα συμπλέκομαι συμπλέχθηκα, συμπλέχτηκα συμπλεγμένος
συμπλέω  (el ) sail together συνέπλευσα
συμπληρώνω  (el ) fill in (UK), fill out (US), supplement συμπλήρωσα συμπληρώνομαι συμπληρώθηκα συμπληρωμένος
συμπολεμώ  (el ) fight together συμπολέμησα
συμπολιτεύομαι  (el ) συμπολιτεύθηκα συμπολιτευμένος
συμπονώ  (el ) sympathise (UK), sympathize (US) with συμπόνεσα
walk together συμπορεύομαι  (el ) συμπορεύθηκα, συμπορεύτηκα §
συμποσιάζω  (el ) συμποσίασα συμποσιάζομαι
amount to συμποσούμαι  (el )
συμπράττω  (el ) collaborate, co-operate συνέπραξα συμπεπραγμένος
συμπροεδρεύω  (el ) συμπροήδρευσα
συμπροσεύχομαι  (el ) συμπροσευχήθηκα
συμπροφέρω  (el ) συμπρόφερα, συμπροέφερα συμπροφέρομαι συμπροφέρθηκα
συμπρωταγωνιστώ  (el ) co-star συμπρωταγωνίστησα
συμπτύσσω  (el ) shorten, condense συνέπτυξα, σύμπτυξα συμπτύσσομαι συμπτύχθηκα, συμπτύχτηκα συνεπτυγμένος
συμπυκνώνω  (el ) concentrate, condense συμπύκνωσα συμπυκνώνομαι συμπυκνώθηκα συμπυκνωμένος
συμπώ  (el )
συμφεροντολογώ  (el )
συμφέρω  (el ) be advisable †, συνέφερα
συμφιλιώνω  (el ) reconcile συμφιλίωσα συμφιλιώνομαι συμφιλιώθηκα συμφιλιωμένος
συμφοιτώ  (el ) συνεφοίτησα
συμφράζομαι  (el )
συμφύομαι  (el )
συμφύρω  (el ) συνέφυρα συμφύρομαι συμφύρθηκα συμφυρμένος
συμφωνώ  (el ) agree, bargain, consent συμφώνησα συμφωνούμαι συμφωνήθηκα συμφωνημένος
συμψηφίζω  (el ) compensate for, offset συμφήφισα συμφηφίζομαι συμφηφίστηκα, συμφηφίσθηκα συμφηφισμένος
συναγάλλομαι  (el )
συναγείρω  (el ) συνήγειρα
associate with συναγελάζομαι  (el ) συναγελάστηκα
συνάγω  (el ) gather, conclude συνήγαγα συνάγομαι συνάχτηκα, συνάχθηκα συνηγμένος, συναγμένος
compete with συναγωνίζομαι  (el ) συναγωνίστηκα
συναδελφώνω  (el ) fraternise (UK), fraternize (US) pass συναδελφώνομαι
συνάζω  (el ) muster, gather σύναξα συνάζομαι συνάχτηκα, συνάχθηκα συναγμένος
συναθλούμαι  (el )
συναθροίζω  (el ) gather, congregate συνάθροισα συναθροίζομαι συναθροίστηκα συναθροισμένος
συναινώ  (el ) consent, acquiesce συναίνεσα, συνήνεσα
συναιρώ  (el ) contract συναίρεσα συναιρούμαι συναιρέθηκα συνηρημένος
realise (UK), realize (US), become aware συναισθάνομαι  (el ) συναισθάνθηκα
συνακολουθώ  (el ) συνακολούθησα συνακολουθούμαι συνακολουθήθηκα
συνακροώμαι  (el )
συναλλάζω  (el ) change, exchange
συναλλάσσω  (el ), ➤ ανταλλάσσω do business pass συνάλλαξα συναλλάσσομαι συναλλάχθηκα συναλλαγμένος
associate, mix συναναστρέφομαι  (el ) συναναστράφηκα
συναντώ  (el ), συναντάω meet, join συνάντησα συναντιέμαι, συναντώμαι συναντήθηκα
συναπαντώ  (el ), συναπαντάω bump into συναπάντησα συναπαντιέμαι, συναπαντώμαι συναπαντήθηκα
συναπαρτίζω  (el ) compromise συναπάρτισα, συναπήρτισα συναπαρτίζομαι συναπαρτίσθηκα, συναπαρτίστηκα συναπαρτισμένος
συναποθνήσκω  (el )
συναποκομίζω  (el ) συναποκόμισα
συναποτελώ  (el ) συναποτέλεσα συναποτελούμαι συναποτελέστηκα, συναποτελέσθηκα
συναποφασίζω  (el ) decide jointly συναποφάσισα, (συναποφάσα) συναποφάστηκα, συναποφάσθηκα συναποφασμένος
συνάπτω  (el ) attach, join σύναψα, συνήψα συνάπτομαι συνάφθηκα συνημμένος
συναρθρώνω  (el ) συνάρθρωσα συναρθρώνομαι συναρθρώθηκα συναρθρωμένος
συναριθμώ  (el ) συναρίθμησα συναριθμούμαι συναριθμήθηκα συναριθμημένος
συναρμόζω  (el ) fit together, connect συνάρμοσα συναρμόζομαι συναρμόστηκα, συναρμόσθηκα συναρμοσμένος
συναρμολογώ  (el ) assemble συναρμολόγησα συναρμολογούμαι συναρμολογήθηκα συναρμολογημένος
συναρπάζω  (el ) fascinate συνάρπασα συναρπάζομαι συναρπάστηκα συναρπασμένος
συναρτώ  (el ) connect συνάρτησα συναρτώμαι συναρτήθηκα συναρτημένος
συνάρχω  (el )
συνασπίζω  (el ) unite συνάσπισα, συνήσπισα συνασπίζομαι συνασπίστηκα, συνασπίσθηκα συνασπισμένος
(συναχώνω (el ) catch a cold pass συναχώνομαι συναχώθηκα συναχωμένος
συνάω  (el )
συνδαυλίζω  (el ), ➤ συδαυλίζω, ➤ συνταυλίζω stir, stir up συναύλισα συναυλίστηκα, συναυλίσθηκα συναυλισμένος
συνδειπνώ  (el )
συνδέω  (el ) connect, attach συνέδεσα, σύνδεσα συνδέομαι συνδέθηκα συνδεδεμένος
converse συνδιαλέγομαι  (el ) συνδιαλέχθηκα, συνδιαλέχτηκα
συνδιαλλάσσω  (el ) reconcile συνδιάλλαξα συνδιαλλάσσομαι συνδιαλλάχθηκα
συνδιασκέπτομαι  (el ) συνδιασκέφθηκα
συνδικάζω  (el ) συνδίκασα συνδικάζομαι συνδικάστηκα, συνδικάσθηκα συνδικασμένος
unionise (UK), unionize (US) συνδικαλίζομαι  (el ) συνδικαλίστηκα, συνδικαλίσθηκα συνδικαλισμένος
συνδράμω  (el ) aid συνέδραμα
συνδυάζω  (el ) combine συνδύασα, συνεδύασα § συνδυάζομαι συνδυάστηκα, συνδυάσθηκα συνδυασμένος
guarantee συνεγγυώμαι  (el )
συνεγείρω  (el ) rouse, stir up συνήγειρα συνεγείρομαι συνεγέρθηκα
συνεδριάζω  (el ) meet, sit συνεδρίασα
συνειδητοποιώ  (el ) realise (UK), realize (US) συνειδητοποίησα συνειδητοποιούμαι συνειδητοποιήθηκα συνειδητοποιημένος
συνεισφέρω  (el ) contribute συνεισέφερα συνεισφέρθηκα
συνεκπαιδεύω  (el ) co-educate συνεκπαίδευσα συνεκπαιδεύθηκα, συνεκπαιδεύτηκα § συνεκπαιδευμένος
συνεκτιμώ  (el ) συνεκτίμησα συνεκτιμώμαι συνεκτιμήθηκα συνεκτιμημένος
συνεκφέρω  (el ) pronounce (together) συνεξέφερα
συνεκφωνώ  (el ) utter in a breath συνεκφώνησα συνεκφωνούμαι συνεκφωνήθηκα συνεκφωνημένος
συνέλκω  (el )
agree συνεννοούμαι  (el ) συνεννοήθηκα συνεννοημένος
συνενώνω  (el ) join, unite συνένωσα συνενώνομαι συνενώθηκα συνενωμένος
συνεξετάζω  (el ) συνεζέτασα συνεζετάζομαι συνεζετάστηκα, συνεζετάσθηκα § συνεζετασμένος
συνεορτάζω  (el ) celebrate (together) συνεόρτασα συνεορτάζομαι συνεορτάστηκα συνεορτασμένος
involve, entail συνεπάγομαι  (el )
συνεπαίρνω  (el ) entrance, enchant συνεπήρα συνεπαίρνομαι συνεπάρθηκα συνεπαρμένος
συνεπακολούθω  (el )
συνεπιδρώ  (el ) συνεπέδρασα
συνεπικουρώ  (el ) συνεπικούρησα συνεπικουρούμαι συνεπικουρήθηκα
συνεπιφέρω  (el ) συνεπέφερα
collaborate συνεργάζομαι  (el ) συνεργάστηκα
συνεργώ  (el ) be an accomplice συνέργησα, συνήργησα §
pay attention, listen συνερίζομαι  (el ), συνορίζομαι συνερίστηκα
recuperate, convene, meet συνέρχομαι  (el ) συνήλθα, συνήρθα
enter into a partnership συνεταιρίζομαι  (el ) συνεταιρίστηκα
συνετίζω  (el ) reason, knock sense into συνέτισα συνετίζομαι συνετίστηκα συνετισμένος
συνευθύνομαι  (el )
copulate συνευρίσκομαι  (el ) συνευρέθηκα
συνεφελκύω  (el )
συνεφέλκω  (el )
συνεφέρνω  (el ) knock sense into συνέφερα
συνεχίζω  (el ) continue, persist συνέχισα συνεχίζομαι συνεχίστηκα, συνεχίσθηκα § συνεχισμένος
συνέχω  (el ) συνείχα συνέχομαι
συνηγορώ  (el ) plead (law) συνηγόρησα
συνηθίζω  (el ) habituate συνήθισα συνηθισμένος
συνηχώ  (el ) συνήχησα
συνθέτω  (el ) compose, write συνέθεσα συνθέτομαι, συντίθεμαι συντέθηκα συντεθειμένος, συνθεμένος
συνθηκολογώ  (el ) surrender συνθηκολόγησα συνθηκολογημένος
συνθηματολογώ  (el )
συνθλίβω  (el ) crush, wear down, erode συνέθλιψα συνθλίβομαι συνθλιμμένος, συντεθλιμμένος
συνιδρύω  (el ) συνίδρυσα συνιδρύθηκα συνιδρυμένος
συνιζάνω  (el ) συνιζήθηκα συνιζημένος
consist of συνίσταμαι  (el )
συνιστώ  (el ), συστήνω, συσταίνω recommend, advise σύστησα, συνέστησα § συνιστώμαι συστάθηκα, συστήθηκα, συνεστήθην συστημένος
συννεφιάζω  (el ) cloud over συννέφιασα συννεφιασμένος
συνοδεύω  (el ) accompany, escort συνόδευσα, συνόδεψα § συνοδεύομαι συνοδεύθηκα, συνοδεύτηκα § συνοδευμένος
συνοδοιπορώ  (el )
συνοικίζω  (el ) settle (community) συνοίκισα συνοικίζομαι
συνοικώ  (el ), ➤ συγκατοικώ cohabit, live together συνοίκησα
συνομιλώ  (el ) talk, converse συνομίλησα
συνομολογώ  (el ) agree, ratify συνομολόγησα συνομολογούμαι συνομολογήθηκα συνομολογημένος
συνονθυλεύω  (el )
συνορεύω  (el ) border on, adjoin συνόρευσα
συνορίζομαι  (el ), ➤ συνερίζομαι
copulate συνουσιάζομαι  (el ) συνουσιάστηκα, συνουσιάσθηκα
frown, scowl συνοφρυώνομαι  (el ) συνοφρυώθηκα συνοφρυωμένος
συνοψίζω  (el ) summarise (UK), summarize (US) συνόψισα συνοψίζομαι συνοψίστηκα συνοψισμένος
συνταγογραφώ  (el ) συνταγογράφησα συνταγογραφούμαι συνταγογραφήθηκα συνταγογραφημένος
συνταιριάζω  (el ) match, combine συνταίριασα συνταιριάζομαι συνταιριάστηκα συνταιριασμένος
συντάμω  (el ), ➤ συντέμνω
συνταξιδεύω  (el ) travel together συνταξίδευσα
συνταξιοδοτώ  (el ) pension off συνταξιοδότησα συνταξιοδοτούμαι συνταξιοδοτήθηκα συνταξιοδοτημένος
συνταράζω  (el ) agitate, shake συντάραξα, συνετάραξα συνταράζομαι συνταράχθηκα συνταραγμένος
συνταράσσω  (el )
συντάσσω  (el ) write συνέταξα συντάσσομαι συντάχθηκα συνταγμένος, συντεταγμένος
συνταυλίζω  (el )
συνταυτίζω  (el ) identify συνταύτισα συνταυτίζομαι συνταυτίστηκα συνταυτισμένος
συντείνω  (el ) contribute συνέτεινα
συντελεύω  (el )
συντελώ  (el ) contribute συντέλεσα, συνετέλεσα συντελούμαι συντελέστηκα συντελεσμένος
συντέμνω  (el ), συντάμω shorten, abridge συνέτμησα συντμήθηκα συντετμημένος
συντήκω  (el ) συνέτηξα συντήχθηκα συντετηγμένος
συντηρώ  (el ) preserve συντήρησα συντηρούμαι συντηρήθηκα συντηρημένος
consist of συντίθεμαι  (el ), ➤ συνθέτω
συντμήσω  (el ), ➤ συντέμνω
συντομεύω  (el ) abridge συντόμευσα συντομέυομαι συντομεύθηκα συντομευμένος
συντονίζω  (el ) coordinate συντόνισα συντονίστηκα συντονισμένος
συντρέχω  (el ), ➤ συνδράμω assist, help σύντρεξα, συνέτρεζα, συνέδραμα
συντρίβω  (el ) crash, crush συνέτριψα, σύντριψα συντρίβομαι συντρίφτηκα, συντρίφθηκα συντετριμμένος
συντροφεύω  (el ) keep company συντρόφεψα, συντρόφευσα συντροφεύομαι συντροφεύθηκα συντροφευμένος
συντρώγω  (el ) eat together συνέφαγα
συντρώω  (el )
συντυγχάνω  (el )
συντυχαίνω  (el ) bump into, meet σύντυχα
συντυχάννω  (el )
συνυπάρχω  (el ) coexist συνυπήρξα
συνυπηρετώ  (el ) serve together (military) συνυπηρέτησα
συνυποβάλλω  (el ) submit together συνυπέβαλα συνυποβλήθηκα συνυποβεβλημένος
συνυπογράφω  (el ) συνυπέγραψα συνυπογράφομαι συνυπογράφηκα συνυπογεγραμμένος
συνυπολογίζω  (el ) συνυπολόγισα συνυπολογίζομαι συνυπολογίστηκα συνυπολογισμένος
συνυπόσχομαι  (el ) συνυποσχέθηκα
συνυφαίνω  (el ) interweave συνύφανα συνυφαίνομαι συνυφάνθηκα συνυφασμένος
(συνωθώ  (el )) jostle, throng συνωθούμαι συνωθήθηκα συνωθημένος
συνωμοτώ  (el ) conspire συνωμότησα
συνωνυμώ  (el )
συνωριμάζω  (el )
squeeze, crush συνωστίζομαι  (el ) συνωστίσθηκα συνωστισμένος
συρίζω  (el ) hiss
συρματοποιώ  (el )
σύρνω  (el )
συρράπτω  (el ) stitch up, staple συνέρραψα, συνέραψα συρράπτομαι συρράφτηκα συνερραμμένος, συνεραμμένος
συρρέω  (el ) stream, throng συνέρευσα, συνέρρευσα
συρρικνώνω  (el ) shrink συρρίκνωσα συρρικνώνομαι συρρικνώθηκα συρρικνωμένος
σύρω  (el ), ➤ σέρνω, σούρνω  έσυρα σύρομαι σύρθηκα
deliberate, confer συσκέπτομαι  (el ) συσκέφθηκα, συσκέφtηκα
συσκευάζω  (el ) pack, wrap up συσκεύασα συσκευάζομαι συσκευάστηκα συσκευασμένος
συσκοτίζω  (el ) blackout (windows, etc), obscure συσκότισα συσκοτίζομαι συσκοτίστηκα, συσκοτίσθηκα συσκοτισμένος
συσπειρώνω  (el ) coil, rally (figurative) συσπείρωσα συσπειρώνομαι συσπειρώθηκα συσπειρωμένος
συσπουδάζω  (el ) συσπούδασα
(συσπώ  (el )) contort pass συσπώμαι συσπάστηκα συσπασμένος
eat (together) συσσιτούμαι  (el )
συσσωματώνω  (el ) embody συσσωμάτωσα συσσωματώνομαι συσσωματώθηκα συσσωματωμένος
συσσωρεύω  (el ) accumulate συσσώρευσα συσσωρεύομαι συσσωρεύθηκα, συσσωρεύτηκα § συσσωρευμένος
συσταίνω  (el ), ➤ συστήνω, ➤ συνιστώ introduce, meet σύστησα συστήνομαι συστήθηκα συστημένος
συσταχώνω  (el ) συσταχώνομαι
share a roof συστεγάζομαι  (el ) συστεγάστηκα §, συστεγάσθηκα συστεγασμένος
συστέλλω  (el ) contract συνέστειλα συστέλλομαι συστάλθηκα συνεσταλμένος
συστηματοποιώ  (el ) systematise (UK), systematize (US) συστηματοποίησα συστηματοποιούμαι συστηματοποιήθηκα συστηματοποιημένος
συστήνω  (el ) introduce σύστησα, συνέστησα συστήνομαι συστήθηκα συστημένος
συστοιχώ  (el )
συστρατεύομαι  (el ) συστρατεύθηκα, συστρατεύτηκα § συστρατευμένος
συστρέφω  (el ) contort συνέστρεψα, σύστρεψα συστράφηκα συνεστραμμένος
συσφαιρώνομαι συσφαιρώθηκα συσφαιρωμένος
συσφίγγω  (el ), περισφίγγω tighten συνέσφιγξα, σύσφιξα, συνέσφιξα συσφίχτηκα, συσφίχθηκα συνεσφιγμένος
συσχετίζω  (el ) connect, relate, correlate συσχέτισα συσχετίζομαι συσχετίστηκα, συσχετίσθηκα συσχετισμένος
συχάζω  (el ), ➤ ησυχάζω calm down, quieten
συχνάζω  (el ) hang out, frequent σύχνασα, †
συχναναστενάζω  (el )
συχνοβλέπω  (el )
συχνορωτώ  (el ), συχνορωτάω
συχύζω  (el ), ➤ συγχύζω
συχωρνώ  (el ), συχωρνάω, ➤ συγχωρνώ
συχωρώ  (el , συχωράω, ➤ συγχωρώ forgive, pardon συχώρεσα συχωριέμαι
σφαγιάζω  (el ) butcher, slaughter, massacre σφαγίασα σφαγιάζομαι σφαγιάστηκα, σφαγιάσθηκα σφαγιασμένος
σφαδάζω  (el ) convulse, writhe †, σφάδασα
σφάζω  (el ) butcher, slaughter έσφαξα σφάζομαι σφάχτηκα σφαγμένος
σφαλιαρίζω  (el ) slap, smack σφαλιάρισα σφαλιαρίζομαι
σφαλίζω  (el ), σφαλνώ lock, shut, close σφάλισα, σφάλιξα σφαλίζομαι σφαλίστηκα, σφαλίχτηκα σφαλισμένος, σφαλιγμένος
σφάλλω  (el ) err έσφαλα σφάλλομαι εσφαλμένος
σφαλώ  (el ), σφαλνώ, ➤ σφαλίζω shut, close
σφενδονίζω  (el ), σφεντονίζω  sling, hurl, fling σφενδόνισα σφενδονίζομαι σφενδονίστηκα σφενδονισμένος
σφεντονώ  (el ), σφεντονάω sling, catapult σφεντόνισα
usurp, embezzle σφετερίζομαι  (el ) σφετερίστηκα, σφετερίσθηκα σφετερισμένος
σφηνώνω  (el ) wedge, jam σφήνωσα σφηνώνομαι σφηνώθηκα σφηνωμένος
σφίγγω  (el ) squeeze, hug έσφιξα σφίγγομαι σφίχτηκα σφιγμένος
σφιχταγκαλιάζω  (el ) hug σφιχταγκάλιασα σφιχταγκαλιάζομαι σφιχταγκαλιάστηκα σφιχταγκαλιασμένος
σφιχτοδένω  (el ) σφιχτόδεσα σφιχτοδένομαι σφιχτοδέθηκα σφιχτοδεμένος
σφογγίζω  (el ), ➤ σφουγγίζω wipe, mop
σφουγγαρίζω  (el ) mop, swab σφουγγάρισα σφουγγαρίζομαι σφουγγαρίστηκα σφουγγαρισμένος
σφουγγίζω  (el ), σπογγίζω mop, swab σφούγγισα σφουγγίζομαι σφουγγίστηκα σφουγγισμένος
σφραγίζω  (el ) seal, stamp σφράγισα σφραγίζομαι σφραγίστηκα σφραγισμένος
σφριγώ  (el )
σφυγμομετρώ  (el ) take pulse
σφύζω  (el ) pulsate, throb
σφυρηλατώ  (el ) hammer, forge σφυρηλάτησα σφυρηλατούμαι σφυρηλατήθηκα σφυρηλατημένος
σφυρίζω  (el ), σουρίζω, ➤ σφυρώ whistle, hiss σφύριξα σφυρίζομαι σφυρίχτηκα, σφυρίχθηκα σφυριγμένος
σφυροκοπώ  (el ) hammer, pound σφυροκόπησα σφυροκοπούμαι σφυροκοπήθηκα σφυροκοπημένος
σφυρώ  (el ), σφυράω, ➤ σφυρίζω whistle, hiss
σχάζω  (el ) cut open
σχεδιαγραφώ  (el )
σχεδιάζω  (el ) draw, design σχεδίασα σχεδιάζομαι σχεδιάστηκα σχεδιασμένος
σχεδιογραφώ  (el ) σχεδιογράφησα σχεδιογραφούμαι σχεδιογραφήθηκα σχεδιογραφημένος
σχετίζω  (el ) relate, connect σχέτισα σχετίζομαι σχετίστηκα, σχετίσθηκα σχετισμένος
σχετικοποιώ  (el ) σχετικοποίησα σχετικοποιούμαι σχετικοποιήθηκα σχετικοποιημένος
σχετλιάζω  (el )
σχηματίζω  (el ) form, make, mould σχημάτισα σχηματίζομαι σχηματίστηκα σχηματισμένος
σχηματοποιώ  (el ) schematise (UK), schematize (US) σχηματοποίησα σχηματοποιούμαι σχηματοποιήθηκα σχηματοποιημένος
σχίζω  (el ), ➤ σκίζω slit, tear up έσχισα σχίζομαι σχίστηκα σχισμένος
σχοινοβατώ  (el ) walk a tightrope σχοινοβάτησα
σχοινομετρώ  (el )
σχολάζω  (el ), σκολάζω, ➤ σχολώ stop, finish (work, school, etc)
σχολαστικίζω  (el ) σχολαστίκισα
σχολιάζω  (el ) comment, criticise (UK), criticize (US) σχολίασα σχολιάζομαι σχολιάστηκα σχολιασμένος
σχολνώ  (el ), σχολνάω, σκολνώ, σκολνάω
σχολώ  (el ), σχολάω, σκολώ, σκολάω, ➤ σχολάζω dismiss, sack, fire σχόλασα σχολάστηκα σχολασμένος
σχωρνώ  (el ), σχωρνάω, ➤ συγχωρώ σχώρεσα σχωρέθηκα σχωρεμένος
σώζω  (el ), ➤ σώνω save, rescue έσωσα σώζομαι σώθηκα σωσμένος
σωληνώνω  (el ) install piping, pipe σωλήνωσα σωληνώνομαι σωληνώθηκα σωληνωμένος
σωματοποιώ  (el ) σωματοποίησα σωματοποιούμαι σωματοποιήθηκα σωματοποιημένος
σώνω  (el ), ➤ σώζω save; use up, finish έσωσα σώθηκα σωσμένος, σωμένος
σώνω  (el )
σωπαίνω  (el ), ➤ σιωπώ stay silent σώπασα
σωρεύω  (el ) accumulate σώρευσα σωρεύομαι σωρεύτηκα, σωρεύθηκα σωρευμένος
σωριάζω  (el ) pile-up σώριασα σωριάζομαι σωριάστηκα σωριασμένος
σωροβολιάζομαι  (el ) σωροβολιάζομαι
σωτάρω  (el ), ➤ σοτάρω saute, fry
σωφρονίζω  (el ) bring to your senses σωφρόνισα σωφρονίζομαι σωφρονίστηκα, σωφρονίσθηκα σωφρονισμένος
σωφρονώ  (el ) be sensible

Sources[edit]

  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης [Lexikó Tsépis, Pocket Dictionary] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: