Appendix:Greek verbs/Σ2

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search
  • Αn arbitrary list of some 9,000 Greek verbs together with their chief inflected forms.
  • Users are warned — these tables contain errors which, together with omissions, may be reported here.
  • Sources sometimes differ — the presence or absence of a form should not taken as evidence.
  • The main lemma form on each line in the table links to a Wiktionary entry; there are additional links to:
    • el   — το Βικιλεξικό
    •   — at "The Portal for the Greek Language" — "Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα"
  • The translation may be approximate and will not include every meaning, which may be seen at the verb's entry.
  • Forms of a verb may often be listed in the same line, usually with the most common form first. Sometimes adjacent verbs are related and tied together with a broader, shared border - the colour is not significant.
  • With second conjugation verbs the "-άω" (and sometimes the "-'ιζω") forms are listed with the "" form, even when that form is less common.
  • The major sources used are listed at the foot of this page.
    Indicates another, possibly more common, form of the verb elsewhere in these appendices.
    Indicates that forms of the perfective aspect or simple past are absent or rare. Sometimes authorities differ, in such cases the symbol may be accompanied by a form. Occasionally an imperfect tense form may be included.
    Idiomatic, colloquial, slang, familiar or dialect forms.
  §   Terms which might be described as learned, scholarly, 'Older', archaic or Katharevousa.
  þ   Terms largely, but not solely, limited to use in set phrases and clichés.
  Ø   Neologisms
pass   will sometimes be found when the passive form differs in translation form the active.
  ()   Terms in brackets are less common, deprecated or of disputed existence; or with active forms when the passive is much more common.
Alphabetical pages
αβα - αμω ανα ανδ - απλ απο απρ - αψω β γ δαγ - δια διβ - δωρ εαα - εκω ελα - ενω εξα - εοω
επα - επθ επι επκ - εωω ζ η θ ι καα - κασ κατ καυ - κοο κοπ - κωω λ
μαγ - μεφ μηδ - μωρ ν ξαγ - ξελ ξεμ - ξωμ ο παα - παπ παρ πασ - πεσ πετ - πρι προ πρυ - πωρ
ρ σαβ - σοφ σπα - συλ συμ - σωφ ταβ - του τρα - τυφ υ φ χ ψ ω


Active
present
English Active
simple past
Passive
present
Passive
simple past
Passive
perfect participle
σπαζοκεφαλιάζω  (el ) rack one's brain
σπάζω  (el ), σπάω, σπω break, fracture έσπασα σπάζομαι σπασμένος
σπαθίζω  (el ) wound (sword) σπάθισα
σπανίζω  (el ) be rare, become scarce
σπάνω  (el ), ➤ σπάζω
σπαράζω  (el ) tear apart, rend σπάραξα σπαράζομαι σπαράχτηκα σπαραγμένος
σπαράσσω  (el )
σπαργανώνω  (el ) swaddle σπαργάνωσα σπαργανώθηκα σπαργανωμένος
σπαργώ  (el )
σπαρταρίζω  (el )
σπαρταρώ  (el ), σπαρταράω writhe, wriggle σπαρτάρισα, σπαρτάρησα
σπαταλώ  (el ), σπαταλάω waste, squander σπατάλησα σπαταλιέμαι, σπαταλώμαι σπαταλήθηκα σπαταλημένος
σπατουλάρω  (el ) σπατουλάρισα, σπατούλαρα σπατουλαρίστηκα σπατουλαρισμένος
σπατσάρω  (el ) σπατσάρισα, σπάτσαρα
σπάω  (el ), ➤ σπάζω
σπεδίζω  (el )
σπειρομετρώ  (el ) σπειρομέτρησα σπειρομετρούμαι σπειρομετρήθηκα σπειρομετρημένος
σπείρω  (el ), ➤ σπέρνω
σπεκουλάρω  (el ) speculate σπεκουλάρισα
σπερμολογώ  (el ) gossip, tell tales
σπέρνω  (el ), σπείρω sow, seed, plant έσπειρα σπέρνομαι σπάρθηκα σπαρμένος
σπεύδω  (el ) hurry, rush έσπευσα εσπευσμένος
σπιθίζω  (el ) spark, sparkle, glint σπίθισα
σπιθοβολώ  (el ), σπιθοβολάω σπιθοβόλησα
σπικάρω  (el ) commentate, narrate σπίκαρα, σπικάρισα
σπιλώνω  (el ) tarnish, stain σπίλωσα σπιλώνομαι σπιλώθηκα σπιλωμένος
σπινάρω  (el ), ➤ σπινιάρω
σπινθηρίζω  (el ) throw sparks, sparkle σπινθήρισα
σπινθηροβολώ  (el ) scintillate, twinkle σπινθηροβόλησα
σπινιάρω  (el ), σπινάρω spin σπίνιαρα, σπινιάρισα
σπιντάρω  (el ) σπιντάρισα
σπιουνάρω  (el )
σπιουνεύω  (el )
σπιουνιάρω  (el ) machinate, tip off
σπιρουνιάζω  (el ) spur on
σπιρουνίζω  (el ) spur on σπιρούνισα, σπιρούνιασα σπιρουνισμένος, σπιρουνιασμένος
σπιτώνω  (el ) house, put up, take in (home) σπίτωσα σπιτώνομαι σπιτώθηκα σπιτωμένος
take pity, show mercy σπλαχνίζομαι  (el ) σπλαχνίστηκα
σπληνιάζω  (el ) be splenetic σπλήνιασα
σπογγίζω  (el ), ➤ σφουγγίζω
σπονσοράρω  (el ), σπονσονάρω sponsor σπονσοράρισα
σποριάζω  (el ) run to seed σπόριασα σποριασμένος
σπορκαρίζομαι  (el )
σπουδάζω  (el ) study, read σπούδασα, σπούδαξα σπουδασμένος, σπουδαγμένος
σπουδαιολογώ  (el ) σπουδαιολόγησα
σπουδαρχώ  (el )
σπραμεντέω  (el )
σπριντάρω  (el ) sprint
σπρώχνω  (el ) push, drive έσπρωξα σπρώχνομαι σπρώχτηκα σπρωγμένος
σπυριάζω  (el ) get spots σπύριασα σπυριασμένος
σπω  (el ), ➤ σπάζω
σταβλίζω  (el ) stabilise (UK), stabilize (US) στάβλισα σταβλίζομαι σταβλίστηκασ σταβλισμένος
σταδιοδρομώ  (el ) make a career σταδιοδρόμησα
σταδιοποιώ  (el )
στάζω  (el ) drip, trickle έσταξα στάζομαι
σταθεροποιώ  (el ) stabilise (UK), stabilize (US) σταθεροποίησα σταθεροποιούμαι σταθεροποιήθηκα σταθεροποιημένος
σταθμεύω  (el ) park, stop (vehicle) στάθμευσα σταθμευμένος
σταθμίζω  (el ) στάθμισα σταθμίζομαι σταθμίστηκα σταθμισμένος
σταλάζω  (el ) distil, instil (UK), instill (US) στάλαξα σταλαγμένος
σταλιάζω  (el ) hang about, rest στάλιασα
σταλίζω  (el ) rest in shade στάλισα
σταματώ  (el ), σταματάω stop, cease σταμάτησα σταματιέμαι σταματημένος
σταμπάρω  (el ) stamp, print στάμπαρα, σταμπάρισα σταμπαρισμένος
στανιάρω  (el ) στάνιαρα, στανιάρισα στανιαρισμένος
στασιάζω  (el ) mutiny, rebel στασίασα
στατιστικοποιώ  (el )
σταυροδοτώ  (el )
make a sign of the cross σταυροκοπιέμαι  (el ), σταυροκοπούμαι σταυροκοπήθηκα
σταυροφορώ  (el )
σταυρώνω  (el ) crucify σταύρωσα σταυρώνομαι σταυρώθηκα σταυρωμένος
σταφιδιάζω  (el ) wither, dry up σταφίδιασα σταφιδιασμένος
σταφιδώνω  (el )
σταφνίζω  (el )
σταχολογώ  (el ), ➤ σταχυολογώ glean, select
σταχτιάζω  (el ) become mildewed στάχτιασα
σταχτώνω  (el ) στάχτωσα σταχτώνομαι σταχτώθηκα σταχτωμένος
σταχυάζω  (el ) be in the ear (cereal crop) στάχυασα
σταχυολογώ  (el ), σταχολογώ glean σταχυολόγησα σταχυολογούμαι σταχυολογήθηκα σταχυολογημένος
σταχώνω  (el ) bind (books) στάχωσα σταχώνομαι σταχώθηκα σταχωμένος
στεγάζω  (el ) roof, house, take shelter στέγασα στεγάζομαι στεγάστηκα στεγασμένος
στεγανοποιώ  (el ) στεγανοποίησα στεγανοποιούμαι στεγανοποιήθηκα στεγανοποιημένος
στεγανώνω  (el )
στεγνώνω  (el ) dry off στέγνωσα στεγνωμένος
στείβω  (el ), ➤ στύβω, στίβω squeeze έστειψα στείβομαι στείφτηκα στειμμένος
στειλιαρώνω  (el ) cudgel, beat up, supply a handle στειλιάρωσα στειλιαρώνομαι
στειρεύω  (el ), ➤ στερεύω
στειροποιώ  (el )
στειρώνω  (el ) neuter, sterilise (UK), sterilize (US) στείρωσα στειρώνομαι στειρώθηκα στειρωμένος
στεκάρω  (el ) στέκαρα, (στεκάρισα)
stand, stop στέκομαι  (el ), στέκω στάθηκα
στέκω  (el ), ➤ στέκομαι stand
στελεχώνω  (el ) staff, appoint στελέκωσα στελεχώνομαι στελεκώθηκα στελεκωμένος
στελιάζω  (el )
στέλνω  (el ), στέλλω send, dispatch έστειλα στέλνομαι, στέλλομαι στάλθηκα, εστάλην σταλμένος
στενάζω  (el ) moan, suffer στέναξα
στεναχωρώ  (el ), στεναχωράω, ➤ στενοχωρώ στεναχώρησα στεναχωριέμαι, στεναχωρούμαι
στενεύω  (el ) narrow στένεψα στενεύομαι στενεμένος
στενογραφώ  (el ) take shorthand στενογράφησα στενογραφούμαι στενογραφήθηκα στενογραφημένος
στενοχωρώ  (el ), ➤ στεναχωρώ upset, grieve στενοχώρησα, στενοχώρεσα στενοχωριέμαι §, στενοχωρούμαι στενοχωρήθηκα, στενοχωρέθηκα στενοχωρημένος
στένω  (el ), ➤ στήνω
στέργω  (el ), στρέγω agree έστεργα, έστερξα
στερεοποιώ  (el ) solidify στερεοποίησα στερεοποιούμαι στερεοποιήθηκα στερεοποιημένος
στερεοτυπώ  (el )
στερεοτυπώνω  (el )
στερεύω  (el ), στειρεύω run dry, become barren στέρεψα στερεμένος
στερεώνω  (el ) fix, fasten στερέωσα στερεώνομαι στερεώθηκα στερεωμένος
στεριώνω  (el § στέριωσα στεριωμένος
στερφεύω  (el ) στέρφεψα
στερώ  (el ) deprive, bereave στέρησα στερούμαι στερήθηκα στερημένος
στεφανηφορώ  (el )
στεφανώνω  (el ) crown (flowers) στεφάνωσα στεφανώνομαι στεφανώθηκα στεφανωμένος
στέφω  (el ) crown έστεψα στέφομαι στέφθηκα, στέφτηκα, εστέφθην § εστεμμένος
beat one's breast στηθοδέρνομαι  (el )
beat one's breast στηθοκοπιέμαι  (el ) στηθοκοπήθηκα
στηθοσκοπώ  (el ) auscultate στηθοσκόπησα
beat one's breast στηθοχτυπιέμαι  (el )
στηλιτεύω  (el ) castigate, pillory στηλίτευσα στηλιτεύομαι στηλιτεύθηκα, στηλιτεύτηκα §
στηλώνω  (el ) fix, stare
στημονιάζω  (el ) wind, qonto-warp στημόνιασα
στήνω  (el ), στένω stand, pitch (camp) έστησα στήνομαι στήθηκα στημένος
στηρίζω  (el ) support, uphold στήριξα στηρίζομαι στηρίχτηκα §, στηρίχθηκα στηριγμένος
στίβω  (el ), ➤ στύβω, στείβω squeeze, wring έστιψα στίβομαι στίφτηκα στιμμένος
στιγματίζω  (el ) stigmatise (UK), stigmatize (US), spot, condemn στιγμάτισα στιγματίζομαι στιγματίστηκα, στιγματίσθηκα στιγματισμένος
στίζω  (el ) punctuate, tattoo έστιξα
στίλβω  (el )
στιλβώνω  (el ) polish, varnish στίλβωσα στιλβώνομαι στιλβώθηκα στιλβωμένος
στιλπνώνω  (el ) polish, shine
στιλιζάρω  (el ), ➤ στυλιζάρω stylise (UK), stylize (US) στιλιζάρισα στιλιζαρισμένος
στιμάρω  (el ) στίμαρα, στιμάρισα
στιμέρνω  (el )
στιχουργώ  (el ) write verse, lyricise στιχούργησα
στλεγγίζω  (el )
στοιβάζω  (el ) pile, heap up; stuff pass στοίβαξα στοιβάζομαι στοιβάχτηκα στοιβαγμένος
στοιχειοθετώ  (el ) typeset, compose στοιχειοθέτησα στοιχειοθετούμαι στοιχειοθετήθηκα στοιχειοθετημένος
στοιχειώνω  (el ) haunt στοίχειωσα στοιχειώνομαι στοιχειώθηκα στοιχειωμένος
στοιχηματίζω  (el ) bet, wager στοιχημάτισα
στοιχίζω  (el ) align, arrange in rows στοίχισα στοιχίζομαι στοιχίστηκα, στοιχήθηκα στοιχισμένος, στοιχημένος
στοιχίζω  (el ) cost στοίχισα
στοιχώ  (el )
στοκάρω  (el ) stucco, plaster, putty στόκαρα, στοκάρισα στοκάρομαι στοκαρίστηκα στοκαρισμένος
στοκάρω  (el ) stock-take στοκάρισα στοκαρισμένος
στολίζω  (el ) adorn, decorate στόλισα στολίζομαι στολίστηκα, στολίσθηκα στολισμένος
στολοδρομώ  (el )
στομαχιάζω  (el ) get indigestion στομάχιασα στομαχιασμένος
στομφάζω  (el )
στομώνω  (el ) dull, blunten στόμωσα στομώνομαι στομώθηκα στομωμένος
στοπάρω  (el ) στόπαρα, στοπάρισα
στορίζω  (el ), ➤ ιστορώ
στουκάρω  (el ) στούκαρα, στουκάρισα στουκαρισμένος
στουμπίζω  (el ), στουμπάω, στουμπώ pound, pestle στούμπισα, (στούμπηξα) στουμπίζομαι, (στουμπιέμαι) στουμπίστηκα στουμπισμένος
στουμπώνω  (el ) stuff, cram στούμπωσα στουμπώνομαι στουμπώθηκα στουμπωμένος
στουπώνω  (el ), στυπώνω plug, cork στούπωσα στουπώνομαι στουπώθηκα στουπωμένος
meditate στοχάζομαι  (el ) στοχάστηκα, στοχάσθηκα
στοχεύω  (el ) aim στόχευσα
στοχοποιώ  (el ) στοχοποίησα στοχοποιούμαι στοχοποιήθηκα στοχοποιημένος
στραβίζω  (el ) squint
στραβοκοιμάμαι  (el ) στραβοκοιμήθηκα
στραβοκοιτάζω  (el ) squint, scowl στραβοκοίταξα
στραβολαιμιάζω  (el ) crane, get a stiff neck σταβολαίμιασα σταβολαιμιάζομαι σταβολαιμιάστηκα
στραβομουτσουνιάζω  (el ) grimace στραβομουτσούνιασα
στραβοπατώ  (el ), στραβοπατάω trip up στραβοπάτησα στραβοπατιέμαι στραβοπατήθηκα στραβοπατημένος
στραβώνω  (el ) collapse, bend, dazzle στράβωσα στραβώνομαι στραβώθηκα στραβωμένος
στραγγαλίζω  (el ), στραγγουλίζω strangle στραγγάλισα στραγγαλίστηκα στραγγαλισμένος
στραγγίζω  (el ) wring out, strain στράγγιξα, στράγγισα στραγγίζομαι στραγγίστηκα στραγγιγμένος, στραγγισμένος
στραγγουλίζω  (el ), ➤ στραγγαλίζω strangle
στραμπουλίζω  (el ) sprain στραμπούλισα, στραμπούλιξα στραμπουλίζομαι στραμπουλίχτηκα στραμπουλισμένος, στραμπουλιγμένος
στραμπουλώ  (el )
στραντζάρω  (el ) σταντζάρισα σταντζαρισμένος
στραπατσάρω  (el ) damage, smash στραπατσάρισα στραπατσάρομαι στραπατσαρίστηκα στραπατσαρισμένος
στραπατσέρνω  (el ) damage, smash στραπατσέρνομαι
στραταρίζω  (el ) στρατάρισα
(στρατεύω) enlist, be called up στρατεύομαι  (el ) στρατεύθηκα, στρατεύτηκα § στρατευμένος
στρατηγώ  (el )
στρατιωτικοποιώ  (el ) militarise (UK), militarize (US) (and control) στρατιωτικοποίησα στρατιωτικοποιούμαι στρατιωτικοποιήθηκα στρατιωτικοποιημένος
be under military rule στρατοκρατούμαι  (el ) †, στρατοκρατήθηκα στρατοκρατημένος
στρατολογώ  (el ) recruit, enlist στρατολόγησα στρατολογούμαι στρατολογήθηκα στρατολογημένος
στρατοπεδεύω  (el ) camp, bivouac στρατοπέδευσα στρατοπεδευμένος
στρατουλίζω  (el ) toddle, recruit στρατούλισα
στρατωνίζω  (el ) billet στρατώνισα στρατωνίζομαι στρατωνίστηκα, στρατωνίσθηκα στρατωνισμένος
στραφταλίζω  (el ) στραφτάλισα
στρεβλώνω  (el ) twist, corrupt στρέβλωσα στρεβλώνομαι στρεβλώθηκα στρεβλωμένος
στρέγω  (el ), ➤ στέργω
στρεσάρω  (el ) στρεσάρισα στρεσάρομαι στρεσαρίστηκα στρεσαρισμένος
στρέφω  (el ) rotate, turn έστρεψα στρέφομαι στράφηκα στραμμένος
στρεψοδικώ  (el ) quibble στρεψοδίκησα
στρίβω  (el ) twist έστριψα στρίβομαι στρίφτηκα στριμμένος
στριγγλίζω  (el ) scream, screech στρίγγλισα
στριγκλίζω  (el ) scream, screech στρίγκλισα
στριμώχνω  (el ), ➤ στρυμώχνω crowd, crush στρίμωξα στριμώχνομαι στριμώχτηκα στριμωγμένος
στριφογυρίζω  (el ) turn, revolve στριφογύρισα
στριφογυρνώ  (el )
στριφώνω  (el ) hem στρίφωσα στριφώνομαι στριφώθηκα στριφωμένος
στροβιλίζω  (el ) swirl, twirl στροβίλισα στροβιλίζομαι στροβιλίστηκα στροβιλισμένος
στρογγυλαίνω  (el )
στρογγυλεύω  (el ) round, round off στρογγύλεψα στρογγυλεύομαι στρογγυλεύτηκα στρογγυλεμένος
settle, plant στρογγυλοκάθομαι  (el ) στρογγυλοκάθισα
στρογγυλοποιώ  (el )
στρογγυλώνω  (el )
στρουθοκαμηλίζω  (el ) στρουθοκαμήλισα
στροφοδινούμαι  (el )
στρυμώχνω  (el ), ➤ στριμώχνω στρύμωξα στρυμώχνομαι στρυμώχθηκα, στρυμώχτηκα § στρυμωγμένος
στρώνω  (el ) spread, spread out έστρωσα στρώνομαι στρώθηκα στρωμένος
στύβω  (el ), στείβω, στίβω squeeze, wring έστυψα στύβομαι στύφτηκα στυμμένος
στυλιζάρω  (el ), στιλιζάρω stylise (UK), stylize (US) στυλιζάρισα στυλιζάρομαι στυλιζαρίστηκα στυλιζαρισμένος
στυλώνω  (el ) prop up, support στύλωσα στυλώνομαι στυλώθηκα στυλωμένος
στυπώνω  (el ), ➤ στουπώνω blot
στυφίζω  (el ) taste sour στύφισα
στύφω  (el )
συβάζω  (el )
συγγενεύω  (el ) be related to συγγένεψα
συγγηράσκω  (el ) συνεγήρασα
συγγράφω  (el ) write συνέγραψα συγγράφομαι συγγράφηκα
chafe συγκαίγομαι  (el )
(συγκαίω  (el )) συγκαίομαι συγκάηκα συγκαμένος
συγκαλύπτω  (el ) cover up, disguise συγκάλυψα συγκαλύπτομαι συγκαλύφθηκα, συγκαλύφτηκα συγκαλυμμένος
συγκαλώ  (el ) call (a meeting), convene συγκάλεσα συγκλήθηκα συγκεκλημένος, συγκαλεσμένος
συγκαταβαίνω  (el )
συγκατακλίνομαι  (el )
συγκαταλέγω  (el ) rank-among συγκατέλεξα συγκαταλέγομαι συγκαταλέχθηκα, συγκαταλέχτηκα συγκαταλεγμένος
συγκατανεύω  (el ) consent, assent συγκατένευσα
συγκαταριθμώ  (el ) συγκαταρίθμησα συγκαταριθμούμαι συγκαταριθμήθηκα συγκαταριθμημένος
συγκατατάσσω  (el ) συγκατέταξα συγκατατάχθηκα συγκαταταγμένος
agree, assent συγκατατίθεμαι  (el ) συγκατατέθηκα συγκατατεθειμένος
συγκατέχω  (el ) συγκατείχα
συγκατηγορώ  (el )
συγκατοικώ  (el ), ➤ συνοικώ live together συγκατοίκησα
σύγκειμαι  (el )
συγκεκριμενοποιώ  (el ) specify, materialise (UK), materialize (US) pass συγκεκριμενοποίησα συγκεκριμενοποιούμαι συγκεκριμενοποιήθηκα συγκεκριμενοποιημένος
συγκεντρώνω  (el ) gather, collect συγκέντρωσα συγκεντρώνομαι συγκεντρώθηκα συγκεντρωμένος
συγκεράζω  (el ) συγκέρασα συγκεράζομαι συγκεράστηκα συγκερασμένος
συγκερνώ  (el )
συγκεφαλαιώνω  (el ) summarise (UK), summarize (US) συγκεφαλαίωσα συγκεφαλαιώνομαι συγκεφαλαιώθηκα συγκεφαλαιωμένος
συγκινώ  (el ) move, appeal συγκίνησα, συνεκίνησα § συγκινούμαι συγκινήθηκα συγκινημένος
συγκλείω  (el )
συγκληρονομώ  (el ) inherit jointly συγκληρονόμησα συγκληρονομούμαι συγκληρονομήθηκα συγκληρονομημένος
συγκλίνω  (el ) converge συνέκλινα συγκεκλιμένος
συγκλονίζω  (el ) shake συγκλόνισα, συνεκλόνισα § συγκλονίζομαι συγκλονίστηκα, συγκλονίσθηκα § συγκλονισμένος
συγκοινωνώ  (el ) connect, communicate
συγκολλώ  (el ) glue, solder συγκόλλησα συγκολλώμαι, συγκολλιέμαι συγκολλήθηκα συγκολλημένος
συγκομίζω  (el ) harvest συγκόμισα συγκομίζομαι συγκομίστηκα συγκομισμένος
συγκόπτω  (el ) contract (grammar) συγκόπτομαι
συγκρατώ  (el ) retain, hold συγκράτησα συγκρατούμαι, συγκρατιέμαι συγκρατήθηκα συγκρατημένος
συγκρίνω  (el ) compare σύγκρινα, συνέκρινα συγκρίνομαι συγκρίθηκα
συγκροτώ  (el ) form up, compose συγκρότησα συγκροτούμαι συγκροτήθηκα συγκροτημένος
collide, conflict συγκρούομαι  (el ) συγκρούστηκα
συγκυβερνώ  (el ) συγκυβέρνησα
συγκυριαρχώ  (el )
συγκωδωνίζω  (el )
συγυρίζω  (el ) tidy up, arrange συγύρισα συγυρίζομαι συγυρίστηκα συγυρισμένος
συγχαίρω  (el ) congratulate συγχάρηκα, συνεχάρην
συγχέω  (el ) confuse συνέχυσα συγχέομαι συγχύθηκα συγχεχυμένος
συγχίζω  (el §, ➤ συγχύζω σύγχισα συγχίζομαι συγχίστηκα συγχισμένος
συγχρηματοδοτώ  (el )
συγχρονίζω  (el ) synchronise (UK), synchronize (US), modernise (UK), modernize (US) συγχρόνισα συγχρονίζομαι συγχρονίστηκα συγχρονισμένος
associate, mingle συγχρωτίζομαι  (el ) συγχρωτίσθηκα, συγχρωτίστηκα συγχρωτισμένος
συγχύζω  (el ), συγχίζω §, ➤ συχύζω upset, vex σύγχυσα συγχύζομαι συγχύστηκα συγχυσμένος
συγχύσω  (el ), ➤ συγχέω
συγχωνεύω  (el ) merge, fuse συγχώνευσα συγχωνεύομαι συγχωνεύθηκα, συγχωνεύτηκα § συγχωνευμένος
συγχωρώ  (el ), συγχωράω, ➤ συχωρώ , ➤ σχωρνώ forgive συγχώρησα, συγχώρεσα‡  συγχωρούμαι συγχωρήθηκα, συγχωρέθηκα‡  συγχωρημένος
συδαυλίζω  (el ), ➤ συνδαυλίζω, ➤ συνταυλίζω
συζευγνύω  (el ) συνέζευξα συζευγνύομαι συνεζευγμένος
συζεύω  (el ) connect, marry
συζητώ  (el ), συζητάω discuss, debate συζήτησα συζητιέμαι, συζητούμαι συζητήθηκα συζητημένος
συζώ  (el ) cohabit συνέζησα
συκοφαντώ  (el ) slander, libel συκοφάντησα συκοφαντούμαι συκοφαντήθηκα συκοφαντημένος
συλλαβαίνω  (el ), ➤ συλλαμβάνω
συλλαβίζω  (el ) syllabify, syllabise (UK), syllabize (US) συλλάβισα
συλλαμβάνω  (el ), συλλαβαίνω arrest, catch συνέλαβα
συλλέγω  (el ) collect, gather συνέλεξα συλλέγομαι συλλέχτηκα συλλεγμένος, συνειλεγμένος
συλλειτουργώ  (el ) συλλειτούργησα
συλλογιέμαι  (el ), συλλογούμαι
think about, meditate συλλογίζομαι  (el ) συλλογίστηκα συλλογισμένος
offer condolences, sympathise (UK), sympathize (US) συλλυπούμαι  (el ) συλλυπήθηκα
συλώ  (el ) pillage συλούμαι

Sources[edit]

  • Babiniotis, G. (2008), Modern Greek Dictionary (Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας). Athens: Kentro Lexikologias.
  • A N Jannaris (1895) English and Modern Greek Languages (A Concise Dictionary of), London: John Murray
  • Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers
  • Magazis, George (2004) Pocket English Dictionary, Athens: Efstathiadis Group SA
  • Mandalá, María (2008) Λεξικό Τσέπης [Lexikó Tsépis, Pocket Dictionary] (in Greek), Athens: Εκδοσεις Αρμονία (Armonia Editions)
  • Stavropoulos, D N (2008) G N Stavropoulos, editor, Oxford Greek-English Learner's Dictionary, Oxford: Oxford University Press
  • Tsiotsiou-Moore, Maria, Henson, Mike (2007) Compendium of 1850 Modern Greek Verbs, Thessaloniki: University Studio Press
  • Greek-English Dictionary, Glasgow: HarperCollins, 2003
  • Web: